Όχι πια δάκρυα...

Monday, June 21, 2010

| |
Πριν από 65 χρόνια ο George Orwell έγραψε ένα άρθρο για το ποδόσφαιρο. Ο μύθος περί ενότητας μεταξύ των λαών, που δήθεν επιτυγχάνεται σε συμβολικό επίπεδο μέσα από διεθνείς αθλητικές δραστηριότητες, τον απασχόλησε με την αφορμή ενός τέτοιου αγώνα “συμφιλίωσης” μεταξύ ρώσων και βρετανών. Αναρωτιόταν μάλιστα πώς είναι δυνατόν τα σπορ να έχουν γίνει τόσο σημαντικό κομμάτι της ζωής των σύγχρονών του ανθρώπων.

“It is the most violently combative sports, football and boxing, that have spread the widest. There cannot be much doubt that the whole thing is bound up with the rise of nationalism — that is, with the lunatic modern habit of identifying oneself with large power units and seeing everything in terms of competitive prestige. Also, organised games are more likely to flourish in urban communities where the average human being lives a sedentary or at least a confined life, and does not get much opportunity for creative labour.”

Σήμερα, που η ενασχόληση με τ' αθλητικά θεάματα, είτε ερασιτεχνικά είτε απ' τον καναπέ, έχει κυριαρχήσει έναντι όλων των άλλων δραστηριοτήτων αναψυχής τα σχόλιά του δε μοιάζουν και τόσο παλιακά. Ο μύθος, άλλωστε, είναι πιο γιγαντωμένος από ποτέ ώστε να προσδώσει στα σπορ μια επιπλέον αξία, εκείνη του κοινωνικού έργου που επιτελούν όσοι προωθούν το αθλητικό θέαμα, έστω και σαν καθαρά εμπορικό προϊόν.

Δεν υπάρχει άλλος χώρος πλην της πολιτικοηθικολογίας του καφενείου, όπου επιβιώνουν σε τόσο μεγάλη γκάμα και ένταση, όλα τα στερεότυπα που οι μεν έχουν για όλους τους υπόλοιπους κι όλες οι έχθρες, όσο παλιές, όσο ασήμαντες κι αν είναι. Πουθενά αλλού οι απανταχού εθνικισμοί δε συναντιούνται σε ένα φεστιβάλ σύγκρισης ασήμαντων ικανοτήτων (όπως το να δίνεις φάλτσο στη μπάλα π.χ.) που είναι απόλυτα χρήσιμες στον κάτοχό τους (τον φέρνουν πιο κοντά στη νίκη) αλλά τελείως άχρηστες στους υπόλοιπους (πόσο μάλλον στο κοινωνικό σύνολο) κι οι οποίες, μόνο όταν κριθούν αποτελεσματικές, αποδίδονται, με ελαφριά καρδιά, σε εθνικές ταυτότητες, στην εθνική ψυχή, στη δύναμη του λαού, στην ενέργεια του “Αγαπητού Ηγέτη” ή σε άλλες μεταφυσικές πηγές απροσδιόριστου και αναπόδεικτου μεγαλείου.




Καλώς ή κακώς, το ποδόσφαιρο είναι αυτό που είναι, ένας αθλητικός διαγωνισμός ικανοτήτων, όπου, κατ 'εμένα, κονταροχτυπιούνται κυρίως οι προπονητές και σίγουρα δεν κερδίζει πάντα ο καλύτερος ή εκείνος με τους καλύτερους παίκτες στη διάθεσή του. Αυτό είναι, βασικά, που κάνει το θέαμα απρόβλεπτο και ενδιαφέρον. Τα υπόλοιπα, είτε είναι σαπουνοπερίστικα διογκωμένες εκδοχές των παρασκηνίων είτε απλώς εθνικοθρησκευτικοπολιτικοκοινωνικές μυθολογίες, λειτουργούν προς την αποτελεσματικότερη κατασκευή αφηγήσεων και δραμάτων, απαραίτητα κι αυτά σε μια ολοκληρωμένη εμπειρία θέασης ενός Μουντιάλ, του μεγαλύτερου ποδοσφαιρικού θεάτρου στον κόσμο.

Και μην ξεχνάμε ότι δίπλα στον βορειοκορεάτη που σπάραξε στο άκουσμα του εθνικού του ύμνου, υπήρχαν ακόμη 10 που έμειναν ψύχραιμοι, ενισχύοντας διά της αντίθεσης τον αντίκτυπο του δράματος που αφηγείται η εικόνα του συμπαίκτη τους. Εκείνοι όμως, γιατί δεν έκλαψαν;

Editor is God.