του Λουκά Τσουκνίδα
(απ' το monkie #13)
«Καλύτερα μαζί σου και τρελός,
παρά μονάχος μου και λογικός.»
Σπύρος Γιατράς - Στράτος Διονυσίου
Μπορεί και να 'μαι ένας μετριοπαθής μαλάκας, αλλά νομίζω ότι τείνουμε να καταχραστούμε όλο τον υπερθετικό βαθμό που μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε σε μία ζωή και σύντομα θα αναγκαστούμε να δανειστούμε απ' το Διεθνές Γλωσσολογικό Ταμείο (ΤΠΒ) με ολέθρια αποτελέσματα για τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας, αφού θα αναγκαζόμαστε να εκφράζουμε την υπερβολή με περιφραστικό τρόπο όπως: «Νιώθω τόση οργή αυτή τη στιγμή που τ' αρχίδια μου έχουν ανέβει στο κεφάλι κι έχουν πάρει τη θέση των βολβών μου κι έτσι κατουράω δεξιά-αριστερά χωρίς να βλέπω ποιον πετυχαίνω, αλλά δε μου καίγεται καρφί αφού το μόνο που θέλω είναι ν' αδειάσει η κύστη πριν σκάσει ο προστάτης και τ' αρχίδια δεν μπορούν να ξαναλλάξουν θέση με τα μάτια μου και μείνω έτσι για πάντα, μνημείο στην ιερή οργή που μ' έριξε σ' αυτά τα σκατά.»
Υπάρχει καλός και κακός θάνατος; Φαίνεται ότι πολλοί γύρω μας θ' απαντούσαν πολύ εύκολα «ναι», ακόμη κι αν δε θα κληθούν ποτέ να επιχειρηματολογήσουν περί αυτού με την τύχη του καταδικασμένου στα χέρια τους, παρά μόνο σε καφενεία και ιδιωτικές συζητήσεις ποτισμένες με ρετσίνα και κόκα κόλα. Πολλοί, επίσης, θ' απαντούσαν «όχι» το οποίο, όμως, θα συνοδεύεται πάντα από ένα «αλλά».
Αυτό το «αλλά» είναι που προτείνει μια σχετική συζήτηση που θα φέρει τις δυο πλευρές πιο κοντά και θα αμβλύνει τις αιχμηρές γωνίες της ερώτησης. Σχεδόν πάντα, όμως, μεταθέτει την κουβέντα στη σφαίρα των υποθέσεων και της ηθικολογίας, παίρνει ως δεδομένα τα αναπόδεικτα, γενικολογεί και ιδεολογικολογεί μετά μανίας, βαφτίζει το ανθρώπινο κρέας φελό, το κόβει σε δίσκους, ζωγραφίζει χρωματιστούς ομόκεντρους κύκλους και του πετάει βελάκια αυτοδικαίωσης, αγανάκτησης και λαϊκής ετυμηγορίας. Το «όχι, αλλά» είναι βασικά ένα ακόμη «ναι», μόνο που καλεί τα τρομπόνια του Δήμου να σκεπάσουν τις κραυγές.
Παρ' όλ' αυτά, είναι μία άποψη και κανείς δεν μπορεί να καταδικάσει κάποιον απλώς και μόνο επειδή έχει μία άποψη ―αν και κάποιες αποχρώσεις του «αλλά» υποδεικνύουν το αντίθετο. Άλλωστε, όλοι μας έχουμε μια τελευταία ευκαιρία να κάνουμε λίγο πίσω, να δούμε την εικόνα από μακριά και ν' αποφασίσουμε εκ νέου αμέσως μετά το τετελεσμένο γεγονός. Τι κάνουμε τότε; Απ' ότι φαίνεται, υπάρχουν κάποιοι που όσο εύκολα οργίζονται υπό την πίεση της συντριπτικής φύσης των πολιτικών αποφάσεων, άλλο τόσο εύκολα αντιπαρέρχονται τη συντριπτική φύση του γεγονότος του θανάτου και αντί να αρπαχτούν από ένα στέρεο «ναι» ή ένα στέρεο «όχι» επιλέγουν να γκρεμιστούν, αγκαλιά με το «αλλά», στο τεράστιο χάσμα που χωρίζει αυτά τα δύο. Κι όσο πέφτουν συνεχίζουν να κοιτάζουν προς τα πάνω και να φωνάζουν δύο λέξεις ξανά και ξανά: ηθικός αυτουργός... ηθικός αυτουργός... ηθικός αυτουργός... ηθικ
Έστω λοιπόν ότι περνάμε σε μια νέα εποχή για τη δικαιοσύνη, στην οποία ο ίδιος ο εγκληματίας περνάει απαρατήρητος και οι πρώτοι που συλλαμβάνονται είναι εκείνοι που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, βοήθησαν στη δημιουργία των συνθηκών οι οποίες διευκόλυναν το έγκλημα. Τότε, μπορούμε να πηδήξουμε το παραδοσιακό πρώτο βήμα χωρίς ενοχές και περιττές εξηγήσεις κι η συζήτηση να μετατεθεί στο μέτωπο των έμμεσων ευθυνών.
Επειδή, όμως, οι περισσότεροι είμαστε νομικοί του καφενείου, η χρήση της δανεικής ορολογίας πρέπει να γίνεται με μια συστολή που συνιστά παραδοχή της άγνοιας ή της ημιμάθειάς μας. Όχι για κανένα άλλο λόγο, απλώς, όταν νομίζεις ότι βρήκες καταφύγιο πρέπει να προσέχεις να μην έχει είσοδο και από πίσω. Και η φράση «ηθικός αυτουργός», ενώ στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου δικαστηρίου έχει συγκεκριμένη σημασία, στο πλαίσιο μια δημόσιας συζήτησης γίνεται πλαστελίνη στα χέρια όποιου την ξεστομίζει κάθε φορά. Με λίγα λόγια είναι δίκοπο μαχαίρι και, από μια άλλη οπτική, μπορεί να συμπεριλάβει ακόμη κι όσους δαιμονοποιούν συστηματικά τη διαφωνία, κόβουν σε μετοχικά κεφάλαια την οργή μας, κερδοσκοπούν πάνω στην χρεοκοπία της ψυχραιμίας μας και προκυρήσσουν εχθρούς σε κάθε ευκαιρία με βάση, όχι το ποιοι είναι, τι λένε και τι κάνουν, αλλά το χώρο στον οποίο ανήκουν ή την επαγγελματική ιδιότητα την οποία φέρουν. Όπως είπε κάποτε κι ο Γεώργιος Μπους ο Νεότερος: «Ντάμιτ! Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας.»
Κάποτε, σχεδόν πτυχιούχος του ΤΕΙ Ηλεκτρονικής, βρέθηκα κι εγώ στη μέση του μεγάλου αγώνα για τα επαγγελματικά δικαιώματα κόντρα στο κακό ΤΕΕ, τους λομπίστες του Πολυτεχνείου και το ελιτίστικο Υπουργείο Παιδείας. Περπατώντας άτακτα, μακριά απ' το τσούρμο της σχολής μου, βρέθηκα δίπλα σε μαχητικό οργανωτή κομματικού φοιτητικού μπλοκ, ο οποίος φώναζε με όλη τη δύναμη του τηλεβόα του: «ΑΡΣΕΝΗ ΚΑΝΕ ΕΝΑ ΚΑΛΟ, ΑΝΟΙΞ' ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΚΑΙ ΠΕΣΕ ΣΤΟ ΚΕΝΟ.» Η πολυπληθής παρέα του επαναλάμβανε το σύνθημα σε άψογο γηπεδικό ύφος, αλλά με ποικίλους βαθμούς αφοσίωσης στο περιεχόμενο. Η προστακτική, βλέπετε, μαρτυρά μια αυτοπεποίθηση για το «καλόν» της απαίτησης, που κανείς δεν ήταν έτοιμος να προσυπογράψει βάζοντας τ' αρχίδια του στη μέγγενη.
Όντας, από τότε, ένας μετριοπαθής μαλάκας, αλλά με καθόλου μετριοπαθή φαντασία, αναρωτήθηκα τι θα έκανε ο παθιασμένος συνθηματάκιας (που, απ' ότι έμαθα, ήταν εκκολαπτόμενο στέλεχος του χώρου του) αν όντως άνοιγε το παράθυρο του Υπουργείου κι ο Υπουργός βουτούσε προς τα κάτω υπακούοντας στην προτροπή της συγκεκριμένης μερίδας του φοιτητικού σώματος. Θα πανηγύριζε, άραγε, με τη γροθιά υψωμένη; Με την υποψία μιας μεταφυσικής ρέντας, θα έκανε ακόμη μία ευχή υπό μορφή συνθήματος με ομοιοκαταληξία; Θα δοκίμαζε άραγε την ανέλπιστη τύχη του με το «ΝΑ ΚΑΕΙ ΝΑ ΚΑΕΙ ΤΟ ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ Η ΒΟΥΛΗ»; Ή μήπως θα τρελαινόταν υπό το βάρος της ασύλληπτης νεόκτητης δύναμής του και θα έτρεχε στην πόλη γυμνός μουρμουρίζοντας το μουσικό θέμα του Μαγκάιβερ παίζοντας, παράλληλα, air-guitar με το πουλί του;
Εντάξει, ειδικά αυτό το τελευταίο, κάνει την εκδοχή μου τραβηγμένη απ' τις ρίζες των μαλλιών. Όχι όμως περισσότερο απ' το να εκφράζουμε την άποψη και τις απαιτήσεις μας με κενές απειλές και βλακώδη συνθηματολογία που δεν την εννοούμε, εκτός κι αν είμαστε απόλυτα έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο, αυτό που ευχόμαστε να βγει αληθινό. Είμαστε; Ναι, όχι ή όχι, αλλά;
* Η φωτογραφία με το ένα παπούτσι που στέκεται ατάραχο στο περβάζι ενώ το άλλο έχει πηδήξει στο κενό τραβήχτηκε στον περιφερειακό Λυκαβηττού τον Απρίλιο του 2010.