Το σκατό της αγέλαδας

Wednesday, January 14, 2009

| |
του Λουκά Τσουκνίδα
(απ' το monkie #07)

«...μίλησα γι' αγάπη έτσι για πρόσχημα –
όμως όταν ήρθ' η ώρα σου σε σκότωσα, σε ρούφηξα –
πσσσσσσσσσσσσσσσσσσ! – σε απορρόφησα...»
Ιόνια Νησιά, Κακόκεφη Κατασκευή

Ο διάλογος είναι υπερτιμημένος. Όπως συμβαίνει κάποτε μ' όλες τις αγιοποιημένες έννοιες, η ύπαρξή του και μόνο παρεξηγείται ως λύση και η συμμετοχή σ' αυτόν ως αποπληρωμή του χρέους μας στην κοινωνία και τη δημοκρατία. Μεγάλη ποσότητα απ' οτιδήποτε όμως, σε κάνει πρεζάκια και πριν το καταλάβεις, περιφέρεσαι εκκρίνοντας ακουσίως σάλια, ζητώντας λίγο διάλογο για ν' αποφύγεις απλώς τα σύγκρυα και τους εφιάλτες. Η λύση τότε γίνεται το πρόβλημα και το πρόβλημα η λύση. Σε μια προηγμένη σάι-φάι κοινωνία, όπου τ' αποθέματα σκέψης κι η αντικειμενική ανάλυση της ιστορίας θα είχαν πιάσει τόπο, οι άνθρωποι θα δημιουργούσαν ένα περιβάλλον επικοινωνίας όπου όλοι θα συνεννοούνταν με βλέμματα και νοήματα. Η γλώσσα θα ήταν το τελευταίο καταφύγιο, ένα όπλο του οποίου η κατάχρηση θα ήταν ηθικά ανεπίτρεπτη. Χμ! Τότε βέβαια θα δημιουργούνταν μια νέα ελίτ που θα εκμεταλλευόταν τη σταδιακή απώλεια της ικανότητας χειρισμού αυτού του όπλου απ' τους πολλούς και θα επιστρέφαμε πάλι στο μηδέν, με εξεγέρσεις των κολασμένων εν μέσω άναρθρων κραυγών και... χάους.

Όταν όλοι μιλούν κανείς δεν ακούει τίποτε. Όταν όλοι λεν το ίδιο πράγμα δεν έχει πια σημασία τι λες, αλλά από που έρχεσαι και που θες να πας. Ο πρότερος βίος τους κι ο υποτιθέμενος επερχόμενος, τα κίνητρα και οι προθέσεις, οι ιδεοληψίες και οι ατζέντες καθορίζουν τις διαφορές μεταξύ των ομιλητών που λένε ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα —δηλαδή τίποτα— κι ο καθένας φυσικά απ' τη δική του, δήθεν ξεκάθαρη θέση. Η επανάληψη δεν έχει χρηστική αξία στη σφαίρα της ελεύθερης σκέψης κι από μήτηρ μαθήσεως γίνεται μήτηρ αποβλάκωσης. Όταν η γλώσσα γίνεται παραπέτασμα για να καλυφθούν όλα τα παραπάνω, ενώ η επιφανειακή μπουρδολογία αποτρέπει την οποιαδήποτε ειλικρινή προσωπική έκθεση κι εξαλείφει τις πιθανότητες λάθους, τότε ποιο είναι το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο μπορούμε να κρίνουμε τον ίδιο τον ομιλητή;

Οι ιδέες δεν μπορούν να διαλέξουν τους εκπροσώπους τους κι έτσι κανένας ηλίθιος ή καιροσκόπος δεν πέρασε ποτέ από οντισιόν πριν αρχίσει να μας πρήζει ώσπου να γίνουμε θιασώτες της δικής του απόλυτης αλήθειας. Αυτό ειν' όμως και μια υπέροχη δικλείδα ασφαλείας. Όλοι οι «χώροι» έχουν το ποσοστό των ηλιθίων ή καιροσκόπων που τους αναλογεί κι αργά ή γρήγορα θα εκτεθούν μπροστά στα μάτια μας. Εμείς τότε τι κάνουμε;




Στη Χιλή του Salvador Allende, την τριετία '70-'73, σύμβουλός του σε θέματα πολιτισμού διατέλεσε ο καθηγητής Ariel Dorfman. Μαζί με τον Armand Mattelart συνέταξαν το 1971 μία μελέτη γύρω απ' την καπιταλιστική ιδεολογία που κρυβόταν στα κόμικς της Disney που κυκλοφορούσαν στην αγορά της Λατινικής Αμερικής —ομολογουμένως βαριά αμερικανόπληκτης και ιδεολογικά φορτισμένης εκείνα τα χρόνια. Απ' αυτή τη μελέτη προέκυψε το βιβλίο How to Read Donald Duck: Imperialist Ideology in the Disney Comics*, μια τραβηγμένη απ' τα μαλλιά συνωμοσιολογική θεωρία για το πώς οι καπιταλιστές εμποτίζουν τα παιδιά μας με την ιδεολογία τους απ' τα τρυφερά χρόνια, ενόσω εμείς κοιμόμαστε ήσυχοι πιστεύοντας ότι απλώς διαβάζουν Μικιμάου.

Δεν πρόκειται να εξηγήσω εδώ πέρα το πόσο εύκολο είναι πάρεις κάτι τόσο απλοϊκό, σχηματικό και ασήμαντο όσο ένα Μικιμάου της Disney και να το κόψεις και να το ράψεις στα μέτρα ενός επιχειρήματος κι ενός συμπεράσματος, τα οποία προϋπάρχουν της μελέτης σου ανατρέποντας κάθε λογική επιστημονική αρχή. Αυτό είναι ένα τεράστιο εγγενές πρόβλημα των κοινωνικών «επιστημών». Γελάω απλώς και μόνο που σκέφτομαι τους δυο σοβαρούς, συνοφρυωμένους κι ανήσυχους διανοούμενους να διαβάζουν νυχθημερόν εκατοντάδες Μικιμάου, επιλέγοντας τα πάνελ εκείνα που με τα μπαλονάκια και τις εικονίτσες τους, αποδεικνύουν κάτι ήδη αποδεδειγμένο στο ιδεολογικόπληκτο μυαλό τους.

Μπορεί φυσικά κανείς να κατηγορήσει για πάρα πολλά το συγκεκριμένο ψυχαγωγικό κολοσσό, όπως πχ. ότι κερδοσκοπεί αισχρά εδώ και δεκαετίες πουλώντας υπερτιμημένης αξίας προϊόντα και προκάτ συναίσθημα για ευαίσθητα μπαιδοβούβαλα —καπιταλισμός γαρ— αλλά όχι κι ότι αποτέλεσε τη μεθοδευμένη δύναμη πυρός του αμερικανικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού. Σ' εκείνη τη φορτισμένη περίοδο και περιοχή του κόσμου ίσως να δικαιολογείται ένας τέτοιος ακραίος προστατευτισμός, σήμερα όμως δεν έχει καμία επαφή με την πραγματικότητα. Αν και ταιριάζει γάντι στην πολυφορεμένη ποπ κουλτούρα της ψυχανάλυσης:

«Μαμά, μαμά! Δε φταίω εγώ που είμαι ένας άπληστος, εγωπαθής μαλάκας. Εσύ φταις που μού 'δινες να διαβάσω Μικιμάου.»

«Μαμά, μαμά! Δε φταίω εγώ που χτυπήθηκα στα γυμναστήρια, τις πρωτεΐνες και τ' αναβολικά μέχρι το πουλί μου να εξαφανιστεί και το σαγώνι μου να μοιάζει με εκσκαφέα. Εσύ φταις που μού 'δινες να διαβάσω Ποπάυ.»

Σκάσε και γλύφε! **

35 χρόνια μετά το βιβλίο εκείνο, στο Πανεπιστήμιο του Duke —όπου ο Ariel Dorfman είναι πλέον καθηγητής— έλαβε χώρα μια δικαστική υπόθεση με ενδιαφέρουσες πολιτικές και κοινωνιολογικές αποχρώσεις. Τρεις αθλητές της ομάδας Λακρός*** κατηγορήθηκαν για βιασμό, από μια γυναίκα που κλήθηκε ως στριπτιζέζ σε κάποιο πάρτι τους. Η γυναίκα ήταν επίσης μαύρη, μητέρα και φοιτήτρια γειτονικού κολεγίου. Οι κατηγορούμενοι ήταν λευκά κολεγιόπαιδα κι αθλητές, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Φαίνεται λοιπόν ότι σήμαινε πολλά, αφού μέχρι να βγει στην επιφάνεια η εξαπάτηση των δικαστικών αρχών απ' τη γυναίκα και τον ιδιαίτερα ένθερμο στην προοπτική της καταδίκης εισαγγελέα/πολιτικάντη (με τους δημοκρατικούς), εκείνοι, ως μέλη μιας μισητής ελίτ, είχαν ήδη καταδικαστεί από μια μεγάλη μερίδα των μέσων, της τοπικής κοινότητας, των συμφοιτητών τους, της επίσημης πανεπιστημιακής αρχής, αλλά και των πιο προοδευτικών εκ των καθηγητών τους.

Ογδονταοκτώ απ' αυτούς (τους προοδευτικούς) μάλιστα εξέδωσαν μια δημόσια ανακοίνωση όπου με αφορμή το περιστατικό και πριν να βγει απόφαση, καταδίκαζαν τη γενικότερη ασύδοτη ατμόσφαιρα καταπίεσης από μερίδα φοιτητών προς ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, την οποία βίωνε το φοιτητικό σώμα. Με λίγα λόγια, οι διανοούμενοι του κολεγίου άρπαξαν την ευκαιρία να κάνουν επίδειξη της κοινωνικής ευαισθησίας τους, φωτογραφίζοντας χωρίς αποδείξεις ή αποτελέσματα ερευνών όλη την φοιτητική κοινότητα του Duke ως λίκνο ρατσιστικών συμπεριφορών και το περιστατικό αυτό ως απόρροια αλλά και τρανταχτό παράδειγμα ενός κοινωνικού φαινομένου. Δεν καταδίκασαν ευθέως τους τρεις αθλητές, αλλά το κοινωνικό πλαίσιο που εικονογράφησαν απ' τα λάπτοπ τους μόνο ευνοϊκό δεν ήταν για 'κείνους, σε μια περίοδο που κάποιοι προοδευτικοί συμφοιτητές τους έστηναν λαϊκά δικαστήρια με πανό που έγραφαν «Ευνουχίστε τους», κυκλοφορούσαν αφίσες «Καταζητούνται» με τα πρόσωπα όλων των μελών της ομάδας που «δήθεν» σιωπούσαν και απαιτούσαν την παραδειγματική τιμωρία των τριών ως εξιλέωση για παλιότερη ανάρμοστη συμπεριφορά των συναθλητών ή των προκατόχων τους.

Μαντέψτε ποιος καθηγητής του Duke ήταν ανάμεσα στους 88, έστω και απλώς δια της υπογραφής του. Εντάξει! Αυτό από μόνο του δε λέει και τίποτε. Η ευκολία όμως με την οποία κάποιοι καταχράστηκαν τη θέση τους ως θεματοφύλακες θεσμών και αξιών, ο καθένας με γνώμονα τη δική του ατζέντα ή της συνομοταξίας του, λέει πάρα, μα πάρα πολλά για το πόσο ύποπτοι είναι όσοι καλύπτουν τα πάντα με ιδεολογικούς μανδύες και κάνουν κυρήγματα ως άλλοι Απόστολοι. Και το λιγότερο που τους αξίζει, είναι η αντιμετώπιση που επιφύλαξαν —ακόμα κι όταν η υπόθεση είχε ναυαγήσει παίρνοντας στον πάτο τον ανεκδιήγητο εισαγγελέα— στα τρία πλούσια λευκά κολεγιόπαιδα απ' το ακριβό ελιτίστικο Πανεπιστήμιο:

Έ νοχοι μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.


* Κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τον τίτλο Ντόναλντ ο Απατεώνας ή η Διήγηση του Ιμπεριαλισμού στα Παιδιά απ' τις εκδόσεις Ύψιλον.
** Διαβάστε το Shut the Fuck Up! του Δρος Dennis Leary.
*** Ομαδικό άθλημα που παίζεται με ειδικού τύπου μπαστούνι και συμπαγές λαστιχένιο μπαλάκι.

(Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στις όχθες της λίμνης του ποταμού Αώου τον Αύγουστο του 2007. Η συγκεκριμένη αγελάδα από τότε, άφησε δεκάδες κουράδες εδώ κι εκεί.)