jack johnson @ issue #03 | 03.2008

Tuesday, December 02, 2008

| |



Jack Johnson: Ο Μεγάλος Ατομιστής
του Λουκά Τσουκνίδα


Have you heard about Jack Johnson, he's a hero in this land.
i don't like to sing about boxing but i hope you'll understand.
it was the 1st year they gave the heavyweight to a black man
and in 1908 it ain't so easy.
he was born right after slavery died,
right after reconstruction died,
born right after none of that stuff really died at all.
he would walk down the streets wearing gold & diamonds,
always hold his head up high,
and he never had to say yes sir or no sir
to the white folks as they passed him by, or as he passed them by.
so the great white hope was pulled out of retirement
to nurse the bruised & shattered white pride.
& when johnson beat him down there wasn't a man around at his side.
when the fight was over there was beatings & murders,
the worst race riot this country has seen.
all because they didn't want a black man winning in their ring.
who said heroes had to be role models anyway.

“Jack Johnson”
This Bike Is A Pipe Bomb
Three Way Tie For a Fifth, LP 2004



Στις ΗΠΑ των αρχών του 20ού αιώνα, λίγο μετά τον πετυχημένο (για τους Βόρειους) εμφύλιο και την αποτυχημένη (για όλους) Αναδόμηση (1), σε μια κοινωνία τυπικά ομόσπονδων, αλλά ουσιαστικά άσπονδων συμπατριωτών, τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι τίτλοι: ο πρόεδρος, ο αρχιστράτηγος κι ο παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών της επαγγελματικής πυγμαχίας. Ο δυνατότερος άνθρωπος του κόσμου δηλαδή, ένα πρωτόλειο ποπ ίνδαλμα μαζικής αποδοχής και λατρείας. Έναν ακριβώς αιώνα πριν από σήμερα (Σίδνεϋ 1908), που η φράση “μαύρος αμερικανός πρόεδρος” συνοδεύεται από γκριμάτσες δυσπιστίας κι ίσως γέλια, ο Τζον Άρθουρ “Τζακ” Τζόνσον έσπασε το “φράγμα της ράτσας” κι έγινε ο πρώτος μαύρος πρωταθλητής στην ιστορία της πιο βαρύνουσας πυγμαχικής κατηγορίας. Διέλυσε έτσι το στερεότυπο του δειλού νέγρου και συγκέντρωσε το μίσος της λευκής Αμερικής κι όχι μόνο. Η απροθυμία του να γίνει ήρωας της φυλής κι ο έκλυτος τρόπος ζωής του, τον κατέστησε κηλίδα στον μακροχρόνιο αγώνα των μαύρων για ισότητα κι ισονομία. Το έγκλημά του ήταν πως ότι έκανε, το έκανε για τον εαυτό του...



Προς την 4η Ιουλίου του 1910 - Ρίνο, Νεβάδα

Ο Τζόνσον είναι ήδη παγκόσμιος πρωταθλητής εδώ και δυο χρόνια. Αφού ξυλοφόρτωσε τον Τόμι Μπερνς (2), δε βρήκε μπροστά του κανένα σοβαρό αντίπαλο. Ο μόνος που θρυλείται ότι μπορεί να βάλει τον πομπώδη μαύρο στη θέση του, είναι ο πρώην πρωταθλητής, ο αήττητος Τζιμ Τζέφρυζ, που ζει πλέον σαν αγρότης. Με τα λόγια του ανταποκριτή της New York Herald στο Σίδνεϋ, του λογοτέχνη και σοσιαλιστή Τζακ Λόντον:

“[...] Μένει όμως μία εκκρεμότητα. Ο Τζέφρυζ πρέπει ν' αφήσει τη φάρμα του, για να σβήσει απ' το πρόσωπο του Τζόνσον αυτό το χαμόγελο. Τζεφ, από σένα εξαρτάται. [...]” (3)

Σ' αυτή τη δύσκολη ώρα για την (βάσει “επιστημονικών” τοποθετήσεων (4)) ανώτερη φυλή κι ενώ ο Τζόνσον ξέρει πως πρέπει να υποτάξει και το θρύλο του Τζιμ Τζέφρυζ για να βουλώσει τα στόματα των αρνητών, ο λευκός γίγαντας πείθεται κι αρχίζει προετοιμασία για την αναμέτρηση. Η New York Herald στέλνει στο κακόφημο Ρίνο τον συνήθη ύποπτο Τζακ Λόντον, που με καθημερινές ανταποκρίσεις (χωρίς δίκτυο και λάπτοπ), αναπαράγει επί δέκα μέρες το κλίμα, όπως αυτό διαμορφώνεται μέχρι την τιτανομαχία. Όταν αυτή τελειώνει με τον “Παιχνιδιάρη Αιθίοπα” να 'χει κυριαρχήσει επί του “Πρωταθλητή”, το τελευταίο κείμενο του συγγραφέα σχοινοβατεί ανάμεσα στο θαυμασμό του για τον Τζόνσον και την απελπισία του για την εύκολη, σε βαθμό γελοιότητας, ήττα της μεγαλύτερης έως τότε “Λευκής Ελπίδας” (5):

“Άλλη μια φορά ο Τζόνσον οδήγησε στην ήττα τον εκπρόσωπο της λευκής φυλής, μάλιστα τώρα τον εκλεκτότερό της. Κι όπως πάντα το παιχνίδι ήταν του Τζόνσον [...] Η αναμέτρηση του αιώνα αποδείχτηκε ένας μονόλογος του χαμογελαστού νέγρου προς τους είκοσι χιλιάδες θεατές, που στιγμή δεν αμφέβαλλε για τον εαυτό του και που δε μπόρεσε να μείνει σοβαρός πάνω από ένα λεπτό. [...] Ο Τζόνσον είναι ένα θαύμα. Κανείς δεν καταλαβαίνει τον άνθρωπο που διαρκώς χαμογελά. Λοιπόν, η αναμέτρηση αυτή ήταν όλη ένα χαμόγελο. Η προσπάθεια που κατέβαλλε ο Τζόνσον για να νικήσει, περιορίστηκε σ' ένα χαμόγελο. [...] Και τώρα που θα βρεθεί ο πρωταθλητής που θα εξαναγκάσει τον Τζόνσον να υπερβεί τις δυνάμεις του, που θα θολώσει το αστραφτερό του βλέμμα, θα σβήσει το χαμόγελο και θα σιωπήσει το χρυσολάλητο στόμα του;” (3)

Το χαμόγελο, η οξυδέρκεια κι η ευχέρεια λόγου του Τζόνσον επισκιάζουν την πυγμαχική του ικανότητα ακόμα και στα λόγια του Λόντον. Ενός πραγματικού μύστη του αθλήματος με σχετικά μετριοπαθή, από ρατσιστικής άποψης, δημοσιογραφικό λόγο. Όσο οι πρωταθλητές ήταν λευκοί, οι αναλύσεις περιστρέφονταν γύρω απ' το στιλ, την αμυντική ή επιθετική προσέγγιση, την αντοχή στα χτυπήματα, την ταχύτητα και τη δύναμη. Μόλις ο Τζόνσον ράγισε με το κροσέ του τα ταμπού, εκείνα μαζεύτηκαν στη γωνία, συσπείρωσαν τις δυνάμεις τους κι αντεπιτέθηκαν, μετατρέποντας την καριέρα του σε ζήτημα ράτσας ή, ακόμα χειρότερα για τη φυλή του, εξαίρεσης.

Όχι βία στα γήπεδα

Στη διάρκεια των επικρατήσεων του Τζόνσον επί των αντιπάλων του, ακούστηκαν υβριστικά επίθετα και ρατσιστικές προσβολές, αλλά δεν άνοιξε ούτε μύτη πλην εκείνων του μικρόσωμου Τόμι Μπερνς και του αργοκίνητου Τζιμ Τζέφρυζ. Και στις δυο περιπτώσεις τα ματς διακόπηκαν για να μη συνεχιστεί ο εξευτελισμός. Τ' απογοητευμένα πλήθη διαλύθηκαν εν μέσω βοής. Το κακό όμως είχε γίνει από πριν και σχεδόν ερήμην των δυο ικανών πυγμάχων. Το ζήτημα φυλετικής ανωτερότητας που καπέλωσε τον αγώνα, υπ' ευθύνη φυσικά του Τύπου (λευκού και μαύρου), αποτέλεσε τη βάση για το ιστορικού μεγέθους ξέσπασμα της 5ης Ιουλίου. Ενώ κι οι πνευματικοί άνθρωποι εκατέρωθεν, αποστρέφονταν μεν το βάρβαρο σπορ, αλλά έσπευδαν με χαρά να διογκώσουν τις ρατσιστικές, μα βολικές, συνδηλώσεις του.

Την επομένη του ιστορικού αγώνα, οι αφρο-αμερικάνοι σε όλη τη χώρα οργάνωναν παρελάσεις και γλεντοκόπια επειδή ο λευκός Τζιμ Τζέφρυζ έφαγε το ξύλο της χρονιάς του απ' τον μαύρο Τζακ Τζόνσον. Η καταπιεσμένη μαύρη κοινότητα χρειαζόταν μια βαλβίδα αποσυμπίεσης, μια ένεση αυτοπεποίθησης κι υπερηφάνειας, που τη βρήκε σ' αυτή την περιστασιακή νίκη. Οι λευκοί των χαμηλών τάξεων στον αντίποδα, που η μόνη υπεροχή που τους είχε παραχωρηθεί ήταν εκείνη έναντι του μαύρου, δε θ' άφηναν τα πανηγύρια να περάσουν έτσι. Αντέδρασαν βίαια και τα επεισόδια κλιμακώθηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες διαφυλετικές ταραχές στην ιστορία των ΗΠΑ, με πάρα πολλούς νεκρούς. Τα λόγια του αφρο-αμερικάνου καθηγητή Γουίλιαμ Πίκενς, φανερώνουν την “κάψα” της φυλής του για μια, συμβολική έστω, επικράτηση:

“Ήταν καλύτερα που νίκησε ο Τζόνσον και μερικοί νέγροι υπέστησαν φυσικό θάνατο, παρά να έχανε κι όλο το νέγρικο πνεύμα να πέθαινε απ' τα κυρήγματα ανωτερότητας στον λευκό Τύπο.”

Το άτοπο της απάντησης σε μια ανυπόστατη θεωρία ανωτερότητας, δεν ήταν τόσο προφανές όσο το γεμάτο αίματα και μόλωπες κορμί του λευκού πρωταθλητή κι έτσι η μαύρη φυλή έπαιξε ευχαρίστως “τις κουμπάρες” με τη λευκή προπαγάνδα. Εντωμεταξύ, στην κορυφή της μαύρης διανόησης μονομαχούσαν, σαν σε καναβάτσο, δυο διαφορετικές σχολές σκέψης, εκείνη του επιθετικογενή (όπως κι ο Τζόνσον στη ζωή του) Γουίλιαμ Ε.Μπ. Ντι Μπόις:

“Διεκδικούμε κάθε πολιτικό και κοινωνικό δικαίωμα που αντιστοιχεί σε κάθε ελεύθερο αμερικανό και μέχρι να μας αναγνωριστούν αυτά τα δικαιώματα, δε θα σταματήσουμε να διαμαρτυρόμαστε και να εξαπολύουμε επιθέσεις στ' αυτιά της Αμερικής.”

Κι εκείνη του αμυντικογενή (όπως κι ο Τζόνσον στο ρινγκ) Μπούκερ Τ. Γουάσινγκτον:

“Οι πιο σοφοί απ' τη φυλή μου καταλαβαίνουν ότι η πρόκληση μέσω αιτήσεων για κοινωνική ισότητα είναι ανοησία του εξτρεμιστή και πως η πρόοδος προς την απόλαυση όλων των μελλοντικών μας προνομίων, πρέπει να είναι προϊόν ενός αυστηρού και διαρκούς αγώνα, παρά ενός τεχνητού εξαναγκασμού.”

Ο Τζακ Τζόνσον πάλι, ούτε διεκδικούσε ούτε αιτούνταν. Όταν πίστευε πως δικαιούται κάτι, απλώς το έπαιρνε.



Η φύση της απειλής

Το 1909 στην ελληνική συνοικία της Όμαχα στην πολιτεία της Νεμπράσκα, ένας έλληνας κατηγορήθηκε για σύναψη ερωτικών σχέσεων με “λευκή” γυναίκα. Όταν οι αρχές τον γλίτωσαν απ' το λιντσάρισμα, ο όχλος έστρεψε την οργή του στη συνοικία, η οποία λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς.

Εκείνη την περίοδο (τη λεγόμενη Προοδευτική (6)) ο Τζακ Τζόνσον έσπαγε ανοιχτά ένα ταμπού πολύ σημαντικότερο απ' τον τίτλο του πρωτοπυγμάχου, εκείνο των μικτών ερωτικών σχέσεων (7). Όσο προσεκτικός ήταν στο ρινγκ, όπου αμύνονταν μέχρι βαρεμάρας πριν αποφασίσει να τσακίσει τον κουρασμένο αντίπαλό του, τόσο επιθετικά ανεξάρτητος ήταν στην κοινωνική του ζωή. Το μόνο κοινό ήταν η τεράστια αυτοπεποίθησή του. Διαβασμένος κι ετοιμόλογος, οδηγούσε σε υπερβολικές ταχύτητες με “πειραγμένα” σπορ αυτοκίνητα (8), ντυνόταν φανταχτερά, έπαιζε μουσική και θέατρο, φερόταν σα σταρ και σύχναζε στα στέκια όπου η “καλή ζωή”, έδινε κι έπαιρνε. Συναναστρεφόταν και φλέρταρε με λευκές γυναίκες και πάντα σε δημόσια θέα, την ώρα που άλλοι, λιντσάρονταν μόνο και μόνο αν κοιτούσαν απ' το απέναντι πεζοδρόμιο.

Αυτό ήταν κάτι που το ρατσιστικό κατεστημένο δεν μπορούσε να καταπιεί. Κι οι μαύροι όμως, το θεωρούσαν περιφρόνηση προς την ίδια του τη φυλή κι έμμεση δυσφήμισή της. Ο Μπούκερ Τ. Γουάσινγκτον πρώτος, φρόντισε να τον αποκυρήξει:

“Είναι ατυχές, ένας άνδρας με τέτοια οικονομική άνεση να τη χρησιμοποιεί για να βλάψει τη φυλή του, ενώπιον όσων έχουν τη θέληση να βελτιώσουν τη θέση της και τις συνθήκες ζωής της. Αντιπροσωπεύοντας με λάθος τρόπο τους έγχρωμους αυτής της χώρας, αυτός ο άνθρωπος βλάπτει, το λιγότερο, τον εαυτό του. Τονίζω ότι δεν εγκρίνω τις πράξεις του, όπως είμαι σίγουρος δεν τις εγκρίνει ολόκληρη η έγχρωμη φυλή.”

Ο Ντι Μπόις πάλι διαφωνούσε με τις επιλογές του Τζόνσον, αλλά δήλωνε σεβασμό στο δικαίωμα του να ενεργεί αυτόνομα, σαν ελεύθερος αμερικάνος. Παλιότερα είχε πει κάτι, που ο πυγμάχος δεν έδειξε ποτέ να ενστερνίζεται:

“Η ιστορία του κόσμου είναι ιστορία, όχι ατόμων, αλλά ομάδων, όχι εθνών, αλλά φυλών κι όποιος το αγνοεί και προσπαθεί να υπερβεί την έννοια της φυλής, τότε αγνοεί και υπερβαίνει την ουσία όλης της ιστορίας.”

Ότι δεν έκαναν οι λευκές ελπίδες το 'κανε τελικά η πολιτεία, πατώντας σ' ένα νόμο, που είχε μόλις συσταθεί για να ελέγξει το ακμάζον εμπόριο λευκής σαρκός (9). Με βάση το γράμμα του νόμου αυτού, το κράτος κάθισε τον Τζακ Τζόνσον στο εδώλιο. Μία απ' τις περιστασιακές συντρόφους του κατέθεσε εναντίον του, βοηθώντας στην καταδίκη του. Εκείνος τ'οτε, μ' ένα κόλπο αντάξιο του θρύλου του, δραπέτευσε στο εξωτερικό με τη γυναίκα του. Θα ζούσε πλέον αυτοεξόριστος, αλλά κύριος της μοίρας του. Όμως η Ευρώπη βρισκόταν στο χείλος του πολέμου και δεν είχε πια χρόνο και χώρο για σελέμπριτιζ. Έτσι, πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι τελικά να υποκύψει στο τεράστιο κορμί του “κάου-μπόυ” Τζες Γουίλαρντ, το 1915 στην Κούβα, μετά από 26 γύρους κάτω απ' τον καυτό ήλιο της καραϊβικής. Η κακή φόρμα του Τζόνσον ήταν αναμφισβήτητη κι ας δήλωνε αργότερα πως “έδωσε” τον αγώνα. Το κίνητρό του επίσης, είχε υποστεί τη φθορά της εξορίας, που για τον αυτοαποκαλούμενο ελεύθερο αμερικανό, ήταν ένας ψυχοφθόρος εξαναγκασμός.

Εντωμεταξύ, πίσω στην πατρίδα, μία ταινία άλλαζε την ιστορία του κινηματογράφου, αντηχώντας παράλληλα την έξαρση της ρατσιστικής βίας. “Η Γέννηση Ενός Έθνους” (10) του Ντέιβιντ Γ. Γκρίφιθ, κατηγορήθηκε πως έφερε στη μόδα την παρηκμασμένη Κου-Κλουξ-Κλαν, απεικονίζοντας τους “ιππότες” της ως σωτήρες των λευκών γυναικών απ' τις ακόρεστες σεξουαλικές ορμές των νέγρων. Ναι, ήταν απλοϊκή και βαθιά ρατσιστική, όπως κι η εποχή της. Όχι όμως περισσότερο από τις πρακτικές και τα λόγια διανοούμενων όπως ο Τζακ Λόντον ή την αντιμετώπιση του Τζόνσον απ' τους ηγέτες της φυλής του. Το πρόβλημα ήταν κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό, αλλά είναι πιο εύκολο να καταγγείλεις μια ταινία ή έναν πυγμάχο κι αποκυρήσσοντάς τους, να θάψεις τα σκουπίδια κάτω απ' το χαλάκι.

Το 1920, ο Τζακ Τζόνσον επέστρεψε στις ΗΠΑ και παραδόθηκε στις αρχές για να υποστεί την τιμωρία του. Μόλις βγήκε, επέστρεψε στα ρινγκ προσπαθώντας να δελεάσει τον θρυλικό Τζακ Ντέμπσι σ' έναν αγώνα τίτλου. Ο λευκός Τζακ δεν τον πήρε στα σοβαρά και κράτησε ακέραια τη διαχωριστική γραμμή, που θα ξανάσπαγε μια δεκαπενταετία αργότερα ο Τζο Λούις. Ο Τζόνσον παρ' όλ' αυτά, έμεινε στο προσκήνιο, ως σελέμπριτι κυρίως, κι απασχόλησε το δημόσιο βίο μέχρι το θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1946 (8). Ο Τζον Λάρντνερ του Newsweek σχολίασε χαρακτηριστικά:

“Ο Τζακ Τζόνσον, πέρασε τη λευκή διαχωριστική γραμμή για τελευταία φορά.”

Είκοσι χρόνια αργότερα, μια σχηματική εκδοχή της ιστορίας του ανέβηκε στο θέατρο και γυρίστηκε για το σινεμά, με κοινό πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Ερλ Τζόουνς (11). Ο πιο ένθερμος φαν του έργου ήταν ένας νεαρός μαύρος μποξέρ, διάσημος για την αυτοπεποίθηση, την εξωστρέφεια, τις πυγμαχικές του ικανότητες και τα προβλήματά του με την αμερικάνικη πολιτεία. Τ' όνομά του, Μοχάμεντ Άλι.



Ανακεφαλαίωση

Όταν ο Τζακ Τζόνσον χτυπιόταν στα συνοικιακά γυμναστήρια για πενταροδεκάρες, κάθε μέρα φρόντιζε να γίνεται καλύτερος μποξέρ. Μόλις έγινε πρωταθλητής, ολόκληρη η “ράτσα” του επιχείρησε να κρυφτεί πίσω απ' αυτόν, να βαφτίσει την επιτυχία του συλλογική, μια συμβολικής αξίας, αλλά κενή νοήματος, νίκη επί ενός αβάσιμου, αλλά δυστυχώς επικρατούντος, στερεοτύπου. Ο Τζακ δεν ανέλαβε το ρόλο κι αρνήθηκε να γίνει το πρότυπο που κι η ιστορική ανάγκη ίσως, εκτός απ' τους ομόφυλούς του, τον πίεζε να γίνει. Όταν έλεγε ότι ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος δεν εννοούσε μόνο απέναντι στους λευκούς, αλλά κι απέναντι στους μαύρους:

“Δεν έχω βρει καλύτερο τρόπο να υπερβαίνω τις προκαταλήψεις” έλεγε, “απ' το να συμπεριφέρομαι στους ανθρώπους σαν αυτές να μην υπήρξαν ποτέ.”

Η διανόηση κι ο Τύπος της φυλής του τον αποκύρησσαν, όσο εκείνος επέμενε να ζει προκαλώντας τη λευκή κυριαρχία με την εξωστρεφή προσωπικότητά του, κυρίως όμως, με την αμοιβαία έλξη που μοιραζόταν με τις λευκές γυναίκες. Ήταν ο Τζόνσον, ολ' αυτά που ο “λευκός” φοβόταν μήπως ο “μαύρος” ανακαλύψει πως δυνητικά διαθέτει. Κι όμως, δεν τα εξέφραζε με την απαιτούμενη, απ' τη νεοσύστατη μαύρη αστική τάξη, σεμνότητα. Κοινώς, δεν ήταν ο ήρωας που έψαχναν. Έτσι όταν κυνηγήθηκε άδικα απ' την πολιτεία, οι “δικοί του”, που δε διέθεταν βέβαια επιρροή, δεν τον στήριξαν. Παρ' ότι εκείνη ειδικά τη φορά, ήταν ξεκάθαρα θέμα ράτσας.

Ο πρωταθλητής γύρισε τον κόσμο κι αποφάσισε ότι το σπίτι του είναι εκεί που κάποιοι τον αγαπούν και κάποιοι άλλοι, αγαπούν να τον μισούν. Αυτοπροσδιοριζόταν ως “ελεύθερος αμερικάνος” και δεν άντεξε να ζει αποκλεισμένος απ' την Αμερική. Στην ήττα του απ' τον μέτριο πλην ανθεκτικό Γουίλαρντ, φάνηκε ουσιαστικά πως η εξορία είχε αρχίσει να τον “γονατίζει”. Απόδειξη πως όταν γύρισε πίσω ξανάνιωσε, ακόμα και στη φυλακή, όπου σύμφωνα με τα ημερολόγια των φρουρών έκανε ότι ήθελε, όποτε ήθελε και χωρίς να ζητά την άδεια κανενός.

Ο Τζόνσον ήταν αγαπητός στον απλό κόσμο, αλλά σίγουρα δεν ήταν καλό παιδί κι ας προσπάθησε ν' αποδείξει κάτι τέτοιο με μια βιαστική και στρογγυλεμένη αυτοβιογραφία το 1927. Ήταν η στιγμή αδυναμίας που δικαιούται ο καθένας, αφού δεν ήταν στις συνήθειές του ν' απολογείται για όσα έκανε. Όσο για το θέμα της ράτσας, δεν ήταν τελείως ανύπαρκτο για 'κείνον μιας και, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, θα μπορούσε να έχει “τελειώσει” τον κάθε αντίπαλο πολύ νωρίτερα, αν δεν ήταν πρωτ' απ' όλα επαγγελματίας και άψογος σόουμαν. Άφηνε τους γύρους να περνούν, ώστε τα λευκά ακροατήρια να μην απογοητεύονται, ούτε από τον εξευτελισμό των πυγμάχων τους ούτε απ' τη μικρή διάρκεια του θεάματος κι έτσι έφερνε χρήματα στους διοργανωτές και στο πορτοφόλι του.

Ενδεικτικό του αντίκτυπου που είχε η παρουσία του στις σχέσεις μποξ και κοινωνίας, είναι πως ο επόμενος μαύρος κέρδισε μια ευκαιρία να διεκδικήσει τον τίτλο, ήταν το 1937 ο Τζο Λούις. Η τακτική που του επέβαλλαν οι μάνατζέρ του, ήταν να συμπεριφέρεται ακριβώς αντίθετα απ' ότι ο Τζόνσον, να είναι δηλαδή ο “καλός νέγρος” που λευκοί και μαύροι, μαζί, φαντασιώνονταν. Το κόλπο πέτυχε, αλλά κι οι εποχές φαίνεται ότι άλλαζαν σιγά σιγά, αφού το ψευδώνυμο που δόθηκε στον Λούις απ' τον Τύπο ήταν το δυναμικό “Καφέ Βομβαρδιστής”, σε αντίθεση με το κρυπτοϋποτιμητικό “Παιχνιδιάρης Αιθίοπας”, που απέδωσαν στον Τζακ, μάλλον για να ελαχιστοποιήσουν το μέγεθος μιας πιθανής μυθοποίησης.

Το μεγάλο λάθος του Τζόνσον, ίσως κρύβεται στην παραπάνω διάσημη φράση του. Όσο κι αν θεωρούσε ότι είναι υπεράνω χρωμάτων, το δικό του δεν έπαψε στιγμή να ορίζει τη σημασία της συμπεριφοράς του και τον τρόπο που αντιδρούσαν οι άλλοι σ' αυτήν. Χωρίς το βαθύ σοκολατί του δέρματός του, δε θα ήταν στον ίδιο βαθμό ανεξάρτητος, υποτιμημένος, προκλητικός, επαναστάτης, αμφιλεγόμενος, απόκληρος, απειλητικός, θριαμβευτής, άφοβος. Το ότι επέμενε να μην κρύβεται πίσω απ' αυτό στις αποτυχίες του, αλλά και να μην μοιράζεται με τους ομόχρωμους τις επιτυχίες του, ήταν ο θρίαμβος της εγωιστικής φύσης ενός ανθρώπου με μεγάλες αρετές και αντίστοιχα ελαττώματα, ενός αμετανόητου ατομιστή.


Σημειώσεις:

(1) Reconstruction Era (1865-1877): Η εποχή μετά τον αμερικάνικο εμφύλιο, κατά την οποία οι νικητές προσπάθησαν με μια σειρά νομοθεσιών ή και διά της βίας, ν' αλλάξουν τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα στον ηττημένο Νότο και να εγκαθιδρύσουν ένα κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο για όλη την ομοσπονδία. Διαιρεμένοι σε μετριοπαθείς και ριζοσπάστες, απέτυχαν, ανοίγοντας το δρόμο για ένα νέο χάσμα στις φυλετικές σχέσεις που διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960 και την εμφάνιση του Κινήματος για τα Δικαιώματα των Πολιτών (Civil Rights Movement).

(2) Ο Μπερνς δεν ήταν ένθερμος ρατσιστής όπως οι προκάτοχοί του. Κράτησε όμως τη διαχωριστική γραμμή δηλώνοντας ότι θα παλέψει με τον Τζόνσον μόνο για ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό που θεωρούσε ότι κανείς δε θα ρίσκαρε. Πολύ πριν οι μποξέρ αποκτήσουν επικοινωνιακή πολιτική, ο Τζόνσον τον ακολούθησε σ' όλο τον κόσμο παρενοχλώντας τον και δηλώνοντας στον Τύπο, ότι ο Τόμι φοβάται. Ο Τύπος τσίμπησε και μαζί ένας αυστραλός διοργανωτής που έβαλε τα χρήματα κι ο αγώνας έγινε.

(3) Απ' τις ανταποκρίσεις του Τζακ Λόντον για τη New York Herald. Jack London, Ιστορίες του Μποξ (μτφ Ανδρέας Αποστολίδης), Αθήνα: ΑΓΡΑ, 2006

(4) Ένας διάσημος γιατρός της εποχής, ο Σάμουελ Αντόλφους (τυχαίο;) Καρτράιτ επινόησε δυο ασθένειες που εμφάνιζαν αποκλειστικά οι αφρο-αμερικάνοι. Η εγκεφαλική βλάβη που ονόμασε “Δραπετομανία” (Drapetomania) ήταν η (ανεξήγητη πραγματικά) τάση να ξεφύγουν απ' τα δεσμά τους, ενώ η κινητική δυσχέρεια που βάφτισε “Αιθιοπική Δυσαισθησία” (Dysaesthesia Aethiopica) ήταν αυτή που τους έκανε τεμπέληδες κι άτρωτους στον πόνο του μαστιγώματος.

(5) Ο όρος “Μεγάλη Λευκή Ελπίδα” αποδόθηκε σε όσους θεωρήθηκαν ικανοί να πάρουν πίσω τον τίτλο απ' τον Τζακ Τζόνσον, αποκαθιστώντας την ανωτερότητα της λευκής φυλής. Ο Τζιμ Τζέφρυζ, ο μόνος άξιος δηλαδή ν' αποκαλείται έτσι, δήλωσε ότι σε όποια στιγμή της καριέρας του κι αν αντιμετώπιζε τον Τζόνσον, θα έχανε πιθανότατα με τον ίδιο τρόπο.

(6) Progressive Era (1890s-1920s): Η περίοδος μετά την Αναδόμηση και τη σταδιακή ανάκαμψη των φυλετικών διακρίσεων, όταν και προωθήθηκαν πολιτικές για την βελτίωση της ζωής του “νομοταγούς” πολίτη απ' τις ανερχόμενες μεσαίες τάξεις, με αμφιλεγόμενες όμως, φυλετικά διαχωριστικές αποχρώσεις.

(7) Οι διαφυλετικές ερωτικές σχέσεις δεν ήταν ανύπαρκτες, αλλά έμεναν κρυφές, ακόμα και σε πιο ανοιχτές κοινωνίες. Σε πολλές πολιτείες ο μικτός γάμος απαγορευόταν διά νόμου, αν και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για όσους το τολμούσαν ήταν το λιντσάρισμα από εξτρεμιστικές ρατσιστικές ομάδες.

(8) Πολύ καιρό πριν απ' τον Xzibit στο “Pimp my Ride”, ο Τζακ Τζόνσον έκανε μετατροπές στα πολυτελή σπορ αυτοκίνητα που διατηρούσε και μετά τα οδηγούσε στα όριά τους. Ένας θρύλος λέει πως όταν μια μέρα περνούσε με υπερβολική ταχύτητα από τα σύνορα μιας πολιτείας κι ένας τροχονόμος του έκοψε πρόστιμο $50, εκείνος του έδωσε $100 δηλώνοντας πως θα επιστρέψει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ως αυτοδίδακτος μηχανικός, πατεντάρισε μια μετατροπή σ' ένα ειδικό κλειδί που χρησιμοποιούσε στις “μόντες” του. Τράκαρε επικίνδυνα 6 φορές, με την τελευταία (φεύγοντας έξαλλος από ενα εστιατόριο όπου του είχαν πει να καθίσει πίσω, στις θέσεις των μαύρων) να είναι κι η μοιραία.

(9) Οι αρχές του 20ού αιώνα βρήκαν πολλές λευκές γυναίκες να δελεάζονται στην πορνεία. Αν κι ως υπαίτιοι, με βάση τα ρατσιστικά αντανακλαστικά, δαιμονοποιήθηκαν οι κινέζοι και το όπιό τους (οι μαύροι δεν έκρυβαν κάποιο αντίστοιχο μυστήριο), οι νταβατζήδες ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις λευκοί. Ο Τζακ Τζόνσον έγινε το πρώτο θύμα του νόμου αυτού. Παρ' ότι παντρεύτηκε την πρώτη υποψήφια μάρτυρα κατηγορίας, την ερωμένη του Λουσίλ Κάμερον, οι κατήγοροι βρήκαν μία άλλη, την Μπελ Σράιμπερ, που κατέθεσε εναντίον του και τον έκαψε. Έλαβε τη μάξιμουμ ποινή του 1 χρόνου και 1 μέρας. Το 2005 ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τζον Μακέιν, ηγήθηκε μιας άκαρπης πρωτοβουλίας να δοθεί αναδρομικά χάρη στον Τζακ Τζόνσον απ' τον πρόεδρο Μπους, τονίζοντας ότι διώχθηκε για το χρώμα και την ελεύθερη βούλησή του, κάτι που αποτελεί ντροπή για το αμερικάνικο έθνος.

(10) Ο Γκρίφιθ χρησιμοποίησε το μοντάζ στην αφήγηση της δράσης με τρόπο που δεν το είχε κάνει κανείς μέχρι τότε, θέτοντας τις βάσεις για τον σύγχρονο ψυχαγωγικό κινηματογράφο. Με την επόμενη ταινία του, την επίσης ιστορική “Μισαλλοδοξία”, προσπάθησε να εξιλεωθεί για τον αρνητικό αντίκτυπο της “Γέννησης ενός Έθνους” στις ταραγμένες διαφυλετικές σχέσεις της εποχής του, κάτι που γενικά του αναγνωρίστηκε.

(11) Το βραβευμένο με Πούλιτζερ και Τόνι “The Great White Hype” γράφτηκε απ' τον Χάουαρντ Σάκλερ κι είναι “χαλαρά” βασισμένο στη ζωή του Τζακ Τζόνσον. Το αντίστοιχο φιλμ σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Ριτ. Και στις δυο εκδοχές τον κεντρικό ρόλο ερμηνεύει ο Τζέιμς Ερλ Τζόουνς. Αν κι όλοι το εξέλαβαν ως μια καταγγελία των διακρίσεων κατά των μαύρων, ο Σάκλερ δήλωσε πως πέρα απ' το προφανές θέμα του ρατσισμού, εκείνος σκόπευε να ρίξει φως στον αγώνα ενός άνδρα απέναντι στον κόσμο γύρω του.


Βιβλία:

- Jack Johnson: In The Ring And Out, Jack Johnson
- My Life and Battles, Jack Johnson, Christopher Rivers (Editor, Translator)
- Unforgivable Blackness: The Rise and Fall of Jack Johnson, Geoffrey C. Ward
- Papa Jack: Jack Johnson And The Era Of White Hopes, Randy Roberts
- The Great White Hopes: The Quest to Defeat Jack Johnson, Graeme Kent
- Jack Johnson vs. James Jeffries: The Prize Fight of the Century - Reno, Nevada, July 4, 1910, - Robert Greenwood
- The Fight of the Century: Jack Johnson, Joe Louis, and the Struggle for Racial Equality, Thomas R. Hietala

Οπτικοακουστικά:

- Unforgivable Blackness: The Rise and Fall of Jack Johnson (PBS 2004), Ken Burns
(www.pbs.org/unforgivableblackness)
- Jack Johnson: Τhe Big Fights (1970), William Cayton
- The Great White Hope (1970), Martin Ritt
- A Tribute to Jack Johnson (1971, Reissued 2005), Miles Davis