του Αλέξη Γαγλία
(απ' το monkie #03)
Η φωτογραφία απεικονίζει τα πρόθυρα ενός αστυνομικού τμήματος στο Βερολίνο, στην περιοχή του Tiergarten, πολύ κοντά στον περίφημο ζωολογικό κήπο της πόλης. Είναι μια κακή, πρόχειρη φωτογραφία, απ' αυτές που κόβονται πρώτες και δεν έχουν καμιά πιθανότητα δημοσίευσης. Τραβήχτηκε βιαστικά, από έναν άνθρωπο (εμένα) που δε θα έκανε ποτέ κάτι ανάλογο, δηλαδή να φωτογραφήσει ένα αστυνομικό τμήμα, στην Αθήνα. Λόγω του φόβου για τις συνέπειες που μπορεί να είχε το γρήγορο “κλικ”, αν κάποιος απ' το εσωτερικό του κτιρίου καταλόγιζε δόλο ή τάση “δολιοφθοράς” στην πράξη μου.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου προβληματικά καχύποπτο. Ούτε αφύσικα δειλό. Χρησιμοποιώ την προσωπική μου εμπειρία στο κείμενο, θεωρώντας πως η αίσθηση μου τη στιγμή της φωτογραφίας, προσεγγίζει τον ελληνικό μέσο όρο, αυτό που πάνω-κάτω θα νιώθατε και ‘σεις σε μια ίδια περίπτωση. Έτσι εκπαιδευτήκαμε —η “κουλτούρα” μας περί αστυνομίας και αστυνόμευσης είναι αντανακλαστικά ελαστική. Σε μορφή παραδείγματος. Η εικόνα μιας διμοιρίας των ΜΑΤ να δέρνει “on camera” συλληφθέντες πολίτες, δεν αρκεί ώστε ο ανώτατος άρχοντας να διακόψει τη μπουκιά του στην εξοχική κατοικία του και να σηκώσει το τηλέφωνο. Μια πραγματική —και όχι εξευτελιστική των “θεσμών”— απόδοση ευθυνών σε όργανα της πολιτείας που φορώντας το εθνόσημο στο πέτο συμμαχούν σε οδομαχίες με ναζί, θα ήταν αρκετή. Οι δυνατότητες της ΕΛ.ΑΣ σε προληπτικές συλλήψεις και τραβήγματα για πλάκα στη ΓΑ.ΔΑ., βρισίδια σε μανάδες από κουρασμένες διμοιρίες των ΜΑΤ, πλαστικές χειροπέδες πισθάγκωνα, χαστούκια και κλωτσιές στα μούτρα “τσουβαλιασμένων” ανθρώπων, δε γνωρίζω πόσο εξελίχθηκαν απ' το πρόσφατο παρελθόν αλλά παραμένουν, τουλάχιστον, σημαντικές. Όποιος αμφιβάλλει γι’ αυτές τις “υπερβολές”, ας δοκιμάσει την άποψη του (και την τύχη του). Θα διαπιστώσει ότι για να τις “φας” απ’ την ΕΛ.ΑΣ., συχνά αρκεί να βρεθείς κοντά της ενώ “κάτι τρέχει”… Οι “συνήθεις ύποπτοι” μετατρέπονται τότε αντανακλαστικά σε πρώτους τυχόντες.
Στο Βερολίνο δεν αντιλήφθηκα ότι πλησίαζα σε Α.Τ., παρά μόνο στην απόσταση που φαίνεται και στην εικόνα. Μερικά αραγμένα βανάκια, πράσινα κιόλας, —στην “Ελλαδάρα” ούτε η αγροφυλακή δε θα ‘χει τόσο “φιλικά” μπατσικά— η κίτρινη ταμπέλα “polizei” με το καπελωμένο ανθρωπάκι και τέλος. Γερμανικός μινιμαλισμός; Ενθύμιο απ’ την (πρώτη σύγχρονη) δημοκρατία της Βαϊμάρης; Λίγα μέτρα μέσα απ’ την εξώπορτα του κτιρίου, πίσω από ένα γκισέ, έστεκε ένας άνθρωπος με πράσινη καζάκα. Παρότι έμοιαζε περισσότερο με θυρωρό τραπέζης, παρά με “μάτσο” αστυνομικό υπάλληλο, δε ρίσκαρα να συζητήσω την απορία μου μαζί του.
Περίεργη πόλη άλλωστε το Βερολίνο —κι οι βερολινέζοι του μαζί. Πέντε μέρες έμεινα στην πόλη και τις τέσσερις έβρεχε επί 24 ώρες. Κι όμως, οι φιγούρες που βημάτιζαν στο δρόμο, δούλευαν ή έπιναν καφέ, φορούσαν χαμόγελα… Στην παγωμένη ρουτίνα τους, στην επίπεδη χώρα τους, έδειχναν 100% πιο ήρεμοι απ’ ότι οι περισσότεροι εξ ημών —κι ας τελούμε διαρκώς, ακόμα και μες τις κακοφτιαγμένες πόλεις μας, σε μια εν δυνάμει αισθησιακή πανδαισία. Σε απόσταση βολής απ' τον ήλιο και μιας αναπνοής από τη θάλασσα. Τα φράγκα που λείπουν απ’ την τσέπη μας, θα πει κάποιος, ή το μετρό, που δεν πάει ακόμα παντού… Σπάσαν τα νεύρα μας. Μπορεί.
Πάντως το παράδειγμα του Βερολίνου εμμένει. Μια πόλη με τόσο φορτισμένο πολιτικό παρελθόν —που η Αθήνα έχει να νιώσει από την εποχή του Περικλή— όπου συνυπάρχουν οι ουρανοξύστες της Potzdamerplatz με τα σοβιετικά μπλοκς και συμβιώνουν άνθρωποι απ’ όλον τον κόσμο, πάνκηδες, νεοναζί και καλλιτέχνες, ως εκ θαύματος, δε νιώθει την ανάγκη κρανοφόρων διμοιριών σε κεντρικές της λεωφόρους. Στις εισόδους των Α.Τ. δεν υπάρχουν σκοπιές “κομάντος” που σε (αμφιλεγόμενες) καταστάσεις έντασης πυροβολούν στον αέρα, ούτε “αντάρτες πόλεων” εκστρατεύουν εναντίον τους. Τη νύχτα, οι δρόμοι που περνούν έξω από αυτά δεν αποκλείονται, διαμορφώνοντας οδούς-νεκρές ζώνες, όπως αυτές που σίγουρα λειτουργούν έως τα ξημερώματα και στη Βασόρα.
Πετάξαμε απ' το Βερολίνο την πρώτη μέρα που είδαμε λίγο ήλιο. Πήραμε τη βροχή μαζί μας και γυρίσαμε στην Αθήνα. Τη φωτογραφία που ντύνει το κείμενο θα την “έκαιγα” αφού όταν παίχτηκε πάλι στην Πανεπιστημίου το ντέρμπυ “ΜΑΤ και Χρυσαυγίτες vs Αναρχικών και Αριστεριστών” αυτή αναπαυοταν στο φάκελο “Berlin-petama”. Διασώθηκε την τελευταία στιγμή. Το επέβαλλε η τηλεοπτική εικόνα του επελαύνοντος μικτού αποσπάσματος αστυνομικών και ακροδεξιών, στο (επί)κεντρο μιας ευρωπαϊκής χώρας, το χειμώνα του 2008.
Καταρχήν σκόπευα να γράψω ένα κείμενο γεμάτο στοιχεία και περιστατικά για τη γνωστή, σε κάθε ζώο του κήπου μας πλην της στρουθοκαμήλου, σχέση αλληλοεκτίμησης και ενίοτε συνεργασίας που πάντα συνέδεε την αστυνομία μας με ακροδεξιούς σχηματισμούς. Η φωτογραφία ελπίζω ότι μπορεί, μόνη της σχεδόν, να κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον, να στοιχειοθετήσει μια ενστικτώδικη σύγκριση της κοινωνικής “ατμόσφαιρας” και του πολιτικού πολιτισμού των δύο χωρών.
Το πρωινό των συγκρούσεων στο κέντρο, όταν είδα τις πρώτες εικόνες, άρχισα να βάζω τα παπούτσια μου. Απ' το σπίτι μου έως το Πανεπιστήμιο με τα πόδια δεν είναι περισσότερο από 20 λεπτά. Όταν έβαλα τη μηχανή στον ώμο, το μετάνιωσα. Δε φοβήθηκα, ένα παράλογο παιχνίδι είναι. Κι έχω δει τόσες φορές να το παίζουνε, που θα μπορούσα πια να συμμετάσχω κιόλας σε μεγάλη “πίστα” —αντίπαλοι μου, μπάτσοι που αντιγράφουν τοίχο τοίχο τις κινήσεις του Ράμπο στη ζούγκλα, ψυχικά άρρωστοι που πίνουν σιρόπια στην υγειά του Ες και τύποι που χτυπούν το σύστημα σπάζοντας “τσινκουετσέντο” με δοκάρια.
Μπήκα στο αυτοκίνητο κι ανέβηκα στην Ακροκόρινθο, με μια στάση στο χωράφι που κλείνει το κείμενο. Τις τελευταίες γραμμές τις έγραψα εκεί, κάτω απ’ το δεντράκι και ατάραχος σα μοσχάρι στον ήλιο. Τις μεταφέρω “copy paste” λοιπόν, απ’ το μπλοκάκι.
“...όπως ο τζόγος, η σιέστα, το τσιγάρο, ίσως μας είναι συλλογικά αναγκαία η απλή αναλογική, ο δικομματισμός που παράγει ισχυρές κυβερνήσεις και μια αστυνομία που δέρνει πιο άγρια απ’ τους κουκουλοφόρους... κάποτε είχαμε βρεθεί στη δύσκολη θέση να χρειαζόμαστε μια Χούντα “για να γίνουμε Κράτος”, για να φτιάξουν δρόμους και χέστρες στα χωριά... τώρα, όντας ο χώρος της Γης με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σχιζοφρένειας στα μόρια του κι αφού τα οικονομικά μας δεν το επιτρέπουν, να πληρώσουμε να πάει στο διάολο και να ομαδο-ψυχοθεραπευτούμε, ίσως το ξύλο και η μαγκιά να βγαίνουν εσαεί από τον παράδεισο. Σ’ αυτήν τη νότια, μικρή, πρώτη Δημοκρατία...”
Καλή ανάγνωση του τέταρτου monkie μας.
*mW=milli-Words, μονάδα μέτρησης κειμένου