Προσοχή! Ναρκοπέδιο...

Thursday, June 11, 2009

| |
του Λουκά Τσουκνίδα
(απ' το monkie #09)

«Το ντοκιμαντέρ μπορεί και ψεύδεται, επειδή αξιώνει μια σχέση με την αλήθεια, τέτοια, που η μυθοπλασία αδυνατεί να έχει.»
Dai Vaughan, Μοντέρ-Συγγραφέας

Επειδή η έννοια του ντοκιμαντέρ είναι πάρα πολύ ευρεία και ο εκ των προτέρων συσχετισμός του με τις έννοιες της πραγματικότητας και της αυθεντικότητας γίνεται εύκολα πρόσχημα, ορίστε κι ένας ακόμη αυθαίρετος ορισμός: Ο ντοκιμαντερίστας ενεργοποιείται από μια ιδέα ή από το ενδιαφέρον του για κάποιο γεγονός, το οποίο θεωρεί άξιο καταγραφής και διάδοσης. Ο ίδιος, έχει απλώς την επιφανειακή γνώση απ' την οποία προέκυψε και το αρχικό του ενδιαφέρον κι έτσι, σκοπός του είναι να εντρυφήσει σε μεγαλύτερο βάθος και να μάθει περισσότερα για το αντικείμενο. Την περιπέτειά του αυτή προς μια καινούργια γνώση κι εμπειρία, η κατάληξη και τα συμπεράσματα της οποίας είναι εξ αρχής άγνωστα, μας καλεί να ζήσουμε μαζί του, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα και τις αφηγηματικές τεχνικές του κινηματογράφου. Στον τρόπο που θα επιλέξει να πει την ιστορία του και να μας κάνει να ενδιαφερθούμε γι' αυτήν είναι ενσωματωμένες όλες οι προκαταλήψεις, οι σκέψεις και τα συναισθήματά του, η δική του —απόλυτα σεβαστή— υποκειμενική αλήθεια. Η αρχή, η μέση και το τέλος της ιστορίας γράφονται αφού αυτή υπάρξει ως βίωμα κι αυτό, θα μπορούσε νά 'ναι η ειδοποιός διαφορά με τη τυπική μυθοπλασία μιας και το ντοκιμαντέρ, εν τέλει, αποτελεί κι αυτό ένα είδος μυθοπλασίας.

Απ' την άλλη, οποιαδήποτε ταινία εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη ατζέντα και το συμπέρασμά της είναι ορατό απ' το τρέιλερ ή και τον τίτλο ακόμη, αποτελεί μια συστηματική και οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης ιδεών και απόψεων με σκοπό τον επηρεασμό της συνείδησης της κοινής γνώμης προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και με συγκεκριμένους στόχους. Είναι προπαγάνδα. Άλλοτε καλοφτιαγμένη κι άλλοτε για γέλια, άλλοτε μας βρίσκει σύμφωνους κι άλλοτε μας εξοργίζει, άλλοτε εντεταλμένη κι άλλοτε αυθόρμητη, αλλά παραμένει προπαγάνδα και όχι, δεν είναι τέχνη.

«Μας λέν ότι η τέχνη είναι καθρέφτης —ένας καθρέφτης μέσα απ' τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη φύση. Νομίζω ότι πρόκειται για μια εικόνα ψεύτικη... Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, η τέχνη δεν είναι καθρέφτης, αλλά σφυρί. Είναι ένα όπλο που κρατάμε στα χέρια μας, με το οποίο βλέπουμε και λέμε τι είναι σωστό, καλό και όμορφο και σφυρηλατούμε έτσι το καλούπι και το μοτίβο των ανθρώπινων πράξεων.»

Τα λόγια του John Grierson, ενός απ' τους πατέρες του ντοκιμαντέρ, πρέπει, ίσως, να τοποθετηθούν μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο για να μην παρεξηγηθούν. Όχι, δεν ήταν μέλος της κυβέρνησης του Στάλιν ούτε σύμβουλος του Γκέμπελς. Ήταν ένας οραματιστής, που είδε στον κινηματογράφο του πραγματικού —ακόμη κι αν αυτό το πραγματικό, τις περισσότερες φορές, αποτελούσε αναπαράσταση ξαναπαιγμένη για την κάμερα— τη δύναμη να στρέψει την κοινή γνώμη και συνείδηση προς κάτι, κατά τη γνώμη του, καλύτερο για τον κόσμο μας. Βέβαια, το μέσο είναι ένα εργαλείο κι ο Grierson, ως πρώην ναρκαλιευτής, αλλά και ως κινηματογραφιστής της καθημερινότητας των εργατών, θά 'πρεπε να ξέρει ότι τα εργαλεία, όπως κι οι νάρκες, είναι πολύ δημοκρατικά —ή, καλύτερα, απαθή— και δεν διαχωρίζουν τους χειριστές τους σε καλούς και κακούς. Η ακύρωση της ελεύθερης, απρόβλεπτης φύσης της τέχνης κι η στράτευσή της στην υπηρεσία της προπαγάνδας, η αντικατάσταση της δημιουργικής με μια άψυχη, τεχνοκρατική διαδικασία, είναι κάτι που, όπως κι οι νάρκες, δουλεύει και αντίστροφα:

«Το παράδοξο με την προπαγάνδα είναι πως το ψέμα που βγαίνει απ' το λαρύγγι γίνεται, με την επανάληψη, αλήθεια στην καρδιά. Κι έτσι, η τέχνη της προπαγάνδας ή της δημόσιας πληροφόρησης αποτελεί μια απ' τις πιο δυνατές μορφές πολιτικής καθοδήγησης. Κι ο ρόλος του καθοδηγητή και του καλλιτέχνη στην κοινωνία γίνεται απόλυτα εποικοδομητικός.»

Ο καλλιτέχνης ως καθοδηγητής; Η άποψη του Grierson, που από ναρκαλιευτής αποφάσισε να γίνει ναρκοθέτης, μπορεί ν' ακούγεται αναχρονιστική λόγω της επιλογής των λέξεων, αλλ' απεναντίας, είναι απολύτως διαχρονική. Όπου καθοδηγητής, βάλτε διαφημιστής, επικοινωνιολόγος, δημοσιογράφος ή ακόμη —αφού ποσώς μ' ενδιαφέρουν οι προθέσεις— και ακτιβιστής.


«(Γαλήνια μουσική υπόκρουση) Η Ζωή, ένα θαύμα του σύμπαντος που έκανε την εμφάνισή του 4 δισεκατομμύρια χρόνια πριν... Κι εμείς οι άνθρωποι, μόνο 200 χιλιάδες χρόνια πριν... Κι όμως, έχουμε καταφέρει να διαταράξουμε την ισορροπία που είναι τόσο ουσιώδης για τη Ζωή... (Η μουσική υπόκρουση γίνεται δυνατή, υποδηλώνει αναστάτωση) Σε 50 χρόνια, στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής... Η Γη έχει υποστεί αλλαγές, τόσο ριζικές, όσο δεν είχε υποστεί σε όλες τις προηγούμενες γενιές της ανθρωπότητας... (Γαλήνια μουσική υπόκρουση και πάλι) Γνωρίζουμε, σήμερα, ότι οι λύσεις υπάρχουν... Όλοι έχουμε τη δύναμη ν' αλλάξουμε... Λοιπόν; Τι περιμένουμε;... Στις 5 Ιουνίου, έχουμε όλοι ραντεβού με τον πλανήτη.»

Όποιος είναι άνω των 12 ετών και θεωρεί ότι, αν δει το οικολογικό «ντοκιμαντέρ» Home, θ' αποκομίσει κάτι περισσότερο απ' όσα του δίνει το παραπάνω τρέιλερ —κομπλέ με τις εναέριες φωτογραφίες της πανέμορφης Γης μας και της ασχήμιας των ανθρώπινων κατασκευασμάτων— ας κατέβει τώρα απ' το τρένο της αισιοδοξίας, πριν η άνοδος της θερμοκρασίας, λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου, διαστείλει τις ράγες κι εκτροχιαστεί μαζί του χωρίς επιστροφή. Και μη μου πει κανείς ότι ψήνεται με την εξαιρετική φωτογραφία και την υπέροχη μουσική γιατί έρχεται, με μαθηματική ακρίβεια και πατάει, με δυο πόδια, πάνω στη νάρκη του Grierson. Οι αισθητικές επιλογές εδώ, γίνονται αυστηρά με γνώμονα την εξυπηρέτηση ενός συγκεκριμένου σκοπού, κόβονται και ράβονται για να υπογραμμίζουν το προϋπάρχον επιχείρημα/συμπέρασμα και συνδυάζονται, ώστε να προκαλέσουν τη συναισθηματική μας φόρτιση υπέρ αυτού: όμορφα τοπία και μουσική πανηγυρική, άσχημες ανθρώπινες κατασκευές και μουσική θρίλερ. Το πιάσαμε το υπονοούμενο;

Όπως, όμως, τα στραβά πόδια (ο) δεν κάνουν τον παππού μου Ριβάλντο, έτσι κι η καλή αισθητική δεν κάνει την προπαγάνδα τίποτε παραπάνω απ' αυτό που είναι. Και σίγουρα —σα χουκ του Μίρκο Μιλίσεβιτς σίγουρα— όποιος χειροκροτήσει στο τέλος και κουνήσει το κεφάλι του πάνω-κάτω μαζεύοντας τα χείλη προς τα μέσα, δε γίνεται καλύτερος άνθρωπος (ότι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα) ούτε πιο σκεπτόμενος, κάτι που ήταν, είναι και θα είναι η μοναδική αναντικατάστατη προϋπόθεση για να κινηθούμε προς εκείνο το «καλύτερο» που όλοι διεκδικούν για πατέντα τους. Για να παραφράσω τον αμερικάνο χιουμορίστα Will Rogers: «Μόνο ένα πράγμα μπορεί να σκοτώσει το σινεμά κι αυτό είναι η κριτική σκέψη.»

(«There is only one thing that can kill the movies, and that is education.» Όταν έζησε ο Rogers (1879-1935), η στοιχειώδης μόρφωση δεν ήταν δεδομένη για την πλειοψηφία του κόσμου. Ο ίδιος μάλιστα, είχε παρατήσει το σχολείο για να γίνει κάουμποϊ, πριν καταλήξει, διαμέσου θεάτρου και σινεμά, να γίνει δημοσιογράφος και πολιτικός σχολιαστής.)

(Στη φωτογραφία του Bob Gutowski, http://www.flickr.com/photos/versicolor, μια γελοιογραφία του 1940 στην εφημερίδα Philadelphia Ledger, φόρος τιμής στον Will Rogers που έφερε «χιούμορ, ανεκτικότητα και λογική» στην πολιτική ανάλυση.)