Jimmy Massey @ issue #00 | 08.2007

Tuesday, July 01, 2008

| |



Το «σκουλήκι» που έβγαλε το αλεξίσφαιρο… έγινε πεταλούδα;

Συνέντευξη στον Αλέξη Γαγλία

Ποιος είναι ο Τζίμι Μάσεϊ; Ένας πρώην μισθοφόρος του καπιταλισμού που αίφνης φύτρωσαν στην πλάτη του ροζ φτερά και έγινε αγγελούδι της ειρήνης; Πρώην φονιάς αμάχων ή ένας άνθρωπος, που «έμπλεξε» σ’ ένα επάγγελμα ανθυγιεινό… σε ένα δύσκολο, θολό καθήκον; Ήρωας ή αδύναμος ο Τζίμι Μάσεϊ; Ατρόμητος «για πάντα πεζοναύτης» ή καταθλιπτικός από φύσει του; Τον γνώρισα. Δε μπορώ όμως να τον κρίνω. Εάν επρόκειτο για ερώτηση σε γκάλοπ, θα βρισκόμουν στη δύσκολη θέση του άσχετου -«δε γνωρίζω/ δεν απαντώ»…
Στην ομιλία του στη Νομική, το κοινό προσπάθησε σκληρά με τις ερωτήσεις να τον χρίσει πνευματικό συγγενή του Νόαμ Τσόμσκυ. Ο Τζίμι δεν τα πήγε καλά -αν ήταν οντισιόν δεν θα έπαιρνε τον ρόλο… Όταν τον γνώρισα από κοντά, σ΄ ένα μικρό καφέ στο Σύνταγμα, είδα έναν μετανιωμένο άνθρωπο που αγωνιά να ξορκίσει τους εφιάλτες του. Ο ίδιος προς το τέλος ψέλλισε ένα σιγανό, αμήχανο «I’ll try to save the world…» -δικαιολογείστε τον, λίγο αργότερα θα μιλούσε απ’ τον άμβωνα της εξέδρας στο πλήθος. Θεώρησα τη φράση του σαν το χαστούκι στον πυγμάχο πριν εφορμήσει στην αρένα του -ο «κόουτς» ήταν απασχολημένος κι έτσι ο Τζίμι αυτομαστιγώθηκε.

Να τον αποθανατίσουμε στο πόντιουμ με φόντο τη Βουλή των Ελλήνων να αστράφτει από τον ήλιο του θερμοκηπίου… να σηκώσει τα μανίκια του, να βγάλει αν θέλει και τη μπλούζα για να «τραβήξουμε» τα τατουάζ ή μήπως να του ζητήσουμε ευγενικά να βάλει ένα τραπεζομάχαιρο στο στόμα και την κορδέλα του Ράμπο στα μαλλιά; Μας τυράννησαν αυτά τα ερωτήματα. Πώς να σας τον παρουσιάσουμε, τι να τον βάλουμε να παραστήσει, για να κρατήσουμε στο κείμενο τα περισσότερα βλέμματα. Τελικά είπαμε ότι έχει φάει αρκετά σκατά στη ζωή του. Δεν του ζητήσαμε τίποτα. Κι αν στις φωτογραφίες καπνίζει, μιλάει με ένταση και το βλέμμα του συχνά «αφαιρείται» -έτσι είναι ο Τζίμι τελικά.

Ένα πρώην μαγκάκι που έφαγε τα μούτρα του, ένα αρτιμελές προϊόν της Αμερικής και του κόσμου -«άγουρο», από τα δεκαεννιά του χρόνια τον μόρφωναν στρατιώτη στο καλύτερο «κολέγιο». Και όταν διατάχτηκε να σκοτώσει, δεν είπε «αρνούμαι να εκτελέσω κύριε», η εκπαίδευση του ήταν πολύ ποιοτική -και «ποιητική» καθόλου. Μέσα απ’ το χάμερ του ξεφώνιζε ο Τζίμι «hell, yeah!» και αλαλαγμούς. Σκότωνε και το στέρεο έπαιζε κάντρι. Τώρα ταξιδεύει σ’ όλον τον κόσμο και μιλάει στους ανθρώπους για όσα έζησε και κατάλαβε απ’ τον πόλεμο, αλλά ξυπνάει από αίματα στον ύπνο του και ακούει «εκρήξεις» από φθαρμένα λάστιχα και σακουλάκια τσιπς… Δεν λέω ότι είναι δίκαιο, αλλά ίσως ο μόνος τρόπος για να απαντήσει ο ίδιος κάποτε το δύσκολο (για τον καθένα) ερώτημα του γκάλοπ… «Ποιος είναι ο Τζίμι Μάσεϊ τελικά;»



Τζίμι, είπες στην ομιλία σου στη Νομική πως κατατάχτηκες στο στρατό, εξ’ αιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζες τότε. Τι θυμάσαι απ’ αυτήν την περίοδο της ζωής σου;

Αποφοίτησα απ’ το λύκειο το 1990 και πήγα σ’ ένα τεχνικό κολέγιο για να σπουδάσω μηχανικός αυτοκινήτων. Έμεινα εκεί για ένα χρόνο, στη διάρκεια του οποίου έκανα δυο δουλειές για να τα βγάζω πέρα. Βλέπεις, ο πατριός μου ήταν εργάτης στη μεταλλουργία και συνδικαλιστής –όταν το συνδικάτο διαφωνούσε με τις εταιρείες, συχνά ο ίδιος έχανε τη δουλειά του- και η οικογένεια μας κάθε εισόδημα. Δε μπορούσαν να υποστηρίξουν οικονομικά τις σπουδές μου και τα παράτησα. Ξεκίνησα να δουλεύω στις πετρελαιοπηγές, στο Τέξας αρχικά και αργότερα στη Νέα Ορλεάνη. Αλλά ήμουν πολύ νέος, δεκαεννιά χρονών… πήρα μερικά λεφτά στα χέρια μου και «ξέφυγα», έπινα πολύ και συνεχώς «γλεντούσα» –έχασα το σπίτι μου, το αυτοκίνητό μου και τελικά έμεινα άστεγος. Καθώς λοιπόν πήγαινα σε μια συνέντευξη για δουλειά, είδα έναν πεζοναύτη στρατολόγο. Δεν είχα απλά ανάγκη για δουλειά, στην κυριολεξία πεινούσα, ζούσα ζητιανεύοντας ψιλά στο δρόμο. Μίλησα μαζί του και δέχτηκα να γίνω πεζοναύτης -γιατί κανείς δε με ανάγκασε– όταν κατάλαβα ότι είχα δύο επιλογές: να γίνω γκάνγκστερ του καπιταλισμού ως επαγγελματίας στρατιώτης ή γκάνγκστερ κυριολεκτικά… στους δρόμους.

Τη στιγμή που κατατάχτηκες, είχες σκεφτεί ότι υπάρχει ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο να πολεμήσεις; Και να σκοτώσεις ανθρώπους ακόμα;

Αρχικά σκεφτόμουν τα λεφτά, τη μόρφωση και τη στέγη που μου έλειπε. Φυσικά ήξερα ότι υπήρχε περίπτωση να πάρω μέρος σε μάχη, να σκοτώσω ανθρώπους. Γνώριζα όμως επίσης, ότι αν η Αμερική εμπλεκόταν σε έναν παράνομο πόλεμο είχα σαν πεζοναύτης το δικαίωμα να αψηφήσω τις εντολές μου και να φύγω.

Απολαμβάνει κάθε στρατιώτης ένα τέτοιο δικαίωμα;

Ναι, τυπικά τουλάχιστον. Αλλά το ρίσκο είναι μεγάλο, μπορεί να φυλακιστείς, να χαρακτηριστείς δειλός ή προδότης για όλη σου τη ζωή. Εκείνο τον καιρό προτεραιότητά μου, σου ξαναλέω, ήταν πως, ο Τζίμι Μάσεϊ θα καταφέρει να επιβιώσει στην Αμερική.

Σαν πολίτης, σα νέος άνθρωπος πριν το στρατό, σε γοήτευε καθόλου η ιδέα του πολέμου;

Νομίζω ότι κάθε αμερικανός είναι λίγο πολύ φιλοπόλεμος. Γενικά η αμερικάνικη νοοτροπία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «φιλοπόλεμη». Μεγαλώνουμε με την ιδέα ότι η χώρα μας είναι ένα είδος «παγκόσμιας αστυνομίας» και τα βιβλία της ιστορίας μας δεν απεικονίζουν τους πραγματικούς λόγους που κάθε φορά μας οδηγούν σε πόλεμο.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι τύποι ανθρώπων τους οποίους οι στρατολόγοι «στοχεύουν»;

Ο στρατός δέχεται όποιον έχει σφυγμό. Δεν έχει σημασία αν έχεις σπουδάσει ή αν δεν έχεις καν τελειώσει το λύκειο. Πολλοί κατατάσσονται αμέσως μετά το σχολείο για να σπουδάσουν με τα χρήματα που θα κερδίσουν. Άλλοι, που έχουν σπουδάσει ήδη με δάνεια, κατατάσσονται για να τα αποπληρώσει η υπηρεσία. Ο στρατός επίσης συνηθίζει να στέλνει κάποιους στο κολέγιο –ήμουν κι εγώ ένας απ’ αυτούς, σπούδασα ενόσω υπηρετούσα. Για να καταλάβεις ότι οι στρατολόγοι εμφανίζονται όπου μυριστούν «ανάγκη», μετά τον τυφώνα «Κατρίνα», έσκασαν μύτη στη Νέα Ορλεάνη και πρόσφεραν «δουλειά με μέλλον» στους πληγέντες αφροαμερικανούς, κίνηση που αποδείχτηκε όχι ιδιαίτερα σοφή. Σκέψου τις σκηνές απείρου κάλλους που ακολούθησαν. Άκουσαν αρκετά «Get the fuck outta here» για όλη τους τη ζωή… Αυτοί, που στρατολογούν ακόμα και ανθρώπους διανοητικά καθυστερημένους.

Πόσο πιστά αναπαριστούν ταινίες σαν το «Full Metal Jacket» την πραγματικότητα της εκπαίδευσης στο σώμα των πεζοναυτών;

Ότι βλέπεις στην αρχή της ταινίας είναι εκατό τοις εκατό αληθινό. Ο R. Lee Ermey, ο ηθοποιός που παίζει τον εκπαιδευτή, είναι πρώην πεζοναύτης και βετεράνος του Βιετνάμ. Στη διάρκεια της πραγματικής εκπαίδευσης, εξευτελίζεσαι με κάθε τρόπο, ηθικά, πνευματικά, σωματικά. Σκοπός της εκπαίδευσής μας είναι να νικήσουμε το φόβο. Και για να γίνει αυτό, θεωρούν πως πρέπει να μας μετατρέψουν σε κάτι διαφορετικό από ανθρώπους.

Ποια ήταν η πρώτη σου αποστολή στο Ιράκ; Η πρώτη σου μέρα εκεί;

Την πρώτη μέρα, ένας από τους άντρες της διμοιρίας μου έχασε το πόδι του από μία νάρκη, ενώ προσπαθούσε να απομακρύνει ιρακινούς πολίτες απ’ την περιοχή. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα τότε, ήταν πόσο καθάρματα είναι… Τοποθέτησαν νάρκες σε κατοικημένη περιοχή, παραβαίνοντας τη συνθήκη της Γενεύης και κάθε άγραφο νόμο του πολέμου. Τελικά, εκείνη τη μέρα, ένας αμερικανός στρατιώτης ακρωτηριάστηκε και παραλίγο να σκοτωθεί από τις νάρκες του αμερικάνικου στρατού. Και το αστείο με την ερώτησή σου είναι πως τα περισσότερα ειδησεογραφικά δίκτυα εκείνο τον καιρό, δημιουργούσαν την αίσθηση πως πρώτη προτεραιότητα της αποστολής μας ήταν η διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας στον ταλαιπωρημένο απ’ τη δικτατορία του Σαντάμ, λαό του Ιράκ. Η δικιά μου πρώτη αποστολή δεν είχε κανένα ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Είχα εντολές να φυλάξω τις πετρελαιοπηγές στη Ραμάλα, νότια της Βασόρας.

Είχατε κάποιες συγκεκριμένες οδηγίες για τη συμπεριφορά σας απέναντι στους πολίτες;

Οι αναφορές που έφταναν σε μας απ’ τις υπηρεσίες πληροφοριών υποδείκνυαν κάθε ιρακινό πολίτη ως εν δυνάμει τρομοκράτη. Και μας σύστηναν να τους αντιμετωπίζουμε ανάλογα: πρώτα να πυροβολούμε και ύστερα να ρωτάμε. Η συνθήκη της Γενεύης που είχαμε αποστηθίσει στην πρώτη εβδομάδα της εκπαίδευσής μας, τέθηκε απ’ την πρώτη μέρα σε αχρηστία. Αυτό που θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά, είναι οι συχνές δολοφονίες απλών πολιτών στα σημεία ελέγχου. Είχαμε οδηγίες να πυροβολούμε ακόμα και ασθενοφόρα. Υποτίθεται ότι οι Φενταγίν, τα έκλεβαν και τα χρησιμοποιούσαν σε επιθέσεις αυτοκτονίας. Πυροβολούσαμε τα οχήματα, ψάχναμε εξονυχιστικά, αλλά δε βρήκαμε ποτέ, εγώ τουλάχιστον, ούτε όπλα ούτε εκρηκτικά. Μόνο νεκρούς πολίτες.



Αντίστροφα, ποια ήταν η στάση των ιρακινών πολιτών απέναντί σας;

Ήταν πολύ πιο φιλικοί απ’ ότι εμείς… Όταν μπαίναμε στις πόλεις, πολλοί έρχονταν κοντά, μας κερνούσαν τσάι κι έβαζαν λουλούδια στα κράνη μας. Θυμάμαι τότε τον εαυτό μου… που φώναζα στους στρατιώτες μου να βγάλουν τα λουλούδια γιατί αυτό δεν ήταν «προβλεπόμενο». Όσο προελαύναμε από νότο προς βορά, το βιοτικό επίπεδο των ντόπιων φαινόταν καλύτερο. Οι ίδιοι έδειχναν λιγότερο εξασθενημένοι και ταλαιπωρημένοι απ’ τον πόλεμο. Αλλά σε κάθε περίπτωση, η επιβίωσή τους εξαρτιόταν περισσότερο απ’ τη μαύρη αγορά παρά την ανθρωπιστική βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών. Τους ρωτούσα, πως τα βγάζουν πέρα με την ελάχιστη αυτή ανθρωπιστική βοήθεια του ΟΗΕ και μου απαντούσαν, «μην ανησυχείς, έχουμε το δικό μας σύστημα». Για όσους είχαν κάποια χρήματα το «σύστημα» λειτουργούσε.

Πολλοί λένε ότι στο Ιράκ, ο αμερικανικός στρατός δεν πολέμησε ποτέ πραγματικά. Εσύ, συμμετείχες σε αληθινή μάχη;

Μόνο σε αψιμαχίες. Έφηβοι που έριχναν μερικές ριπές και το έβαζαν στα πόδια… Κάτι όχι πολύ διαφορετικό από τις μάχες των συμμοριών του νοτιοκεντρικού Λος Άντζελες. Ο πόλεμος στο Ιράκ είναι κιόλας ο πρώτος πόλεμος στη σύγχρονη ιστορία, όπου συμμετείχαν πραγματικά, πολεμώντας μαζί μας και όχι σε βοηθητικά ή διοικητικά καθήκοντα, οι γυναίκες. Ήταν πολύ διαφορετικά από τις μάχες του Βιετνάμ, όπου έβλεπες τους εχθρούς να τρέχουν κατά πάνω σου. Στην οργάνωση μας «Βετεράνοι του Ιράκ ενάντια στον πόλεμο» συμμετέχουν μόνο άνθρωποι που έχουν πάρει ενεργά μέρος σ’ αυτό που αποκαλούνε «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία». Έχουμε όμως πολύ καλές σχέσεις με τους αδελφούς μας που πολέμησαν στο Βιετνάμ, μιλάμε μαζί τους, μας συμβουλεύουν και μας μεταφέρουν τις εμπειρίες τους. Η δικιά μας αποστολή στο Ιράκ, δεν ήταν τόσο να πολεμήσουμε όσο να φυλάσσουμε τις πετρελαιοπηγές μέχρι να έρθουν οι Βρετανοί για να αναλάβουν. Αυτοί έστηναν τα στρατόπεδα τους στην περίμετρο των πετρελαιοπηγών κι εμείς προχωρούσαμε βορειότερα.

Είδες εκείνες τις πρώτες μέρες του πολέμου, ανθρώπους των μεγάλων πετρελαϊκών ή κατασκευαστικών εταιρειών στην περιοχή;

Πολύ συχνά. Κυκλοφορούσαν ελεύθερα όπου ήθελαν, ντυμένοι με πανομοιότυπες γκρι φόρμες εργασίας, μέσα σε πολιτικά τζιπ. Εμείς παριστάναμε τους σωματοφύλακές τους…

Ποια ήταν η χειρότερη, η πιο απάνθρωπη στιγμή της εμπειρίας σου στο Ιράκ;

Θυμάμαι πολύ έντονα, τη σφαγή των διαδηλωτών στην περιοχή του Αλ-Ρασίντ, νότια της Βαγδάτης. Απ’ την πλευρά του πλήθους ακούστηκε ένας πυροβολισμός και οι πεζοναύτες αμέσως ανοίξαμε πυρ. Σκοτώσαμε πολλούς διαδηλωτές. Μετά το «επεισόδιο», ερευνήσαμε το μέρος για τυχόν όπλα ή ιρακινούς μαχητές της αντίστασης. Δε βρήκαμε τίποτε. Μόνο νεκρούς διαδηλωτές. Και δε θα ξεχάσω ποτέ τα πρόσωπα των παιδιών, αφυδατωμένα, σκελετωμένα, με τα ζυγωματικά τους εξογκωμένα. Σαν τα παιδιά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί.

Πήρες ποτέ τη διαταγή να ψάξεις για τα περιβόητα τότε, «όπλα μαζικής καταστροφής»;

Ναι, είχα και τέτοιες διαταγές. Αλλά θα σου πω μια ιστορία, για να καταλάβεις την κενότητα, την προχειρότητά τους. Από τον Ο.Η.Ε. μας είχανε υποδείξει μια περιοχή στα περίχωρα της Βαγδάτης, σαν στρατόπεδο εκπαίδευσης τρομοκρατών, όπου ίσως υπήρχαν και όπλα μαζικής καταστροφής. Το κρίσιμο στοιχείο που τους είχε οδηγήσει σ’ αυτό το συμπέρασμα, ήταν η άτρακτος ενός Μπόινγκ-707, μέσα σ’ ένα παρατημένο ιρακινό στρατόπεδο. Εισβάλλαμε στην περιοχή, σκοτώσαμε πολλούς πολίτες αλλά βρήκαμε μόνο ένα παλιό στρατόπεδο με μια άτρακτο αεροπλάνου… Πανομοιότυπη μ’ αυτές που υπάρχουν σε κάθε αμερικάνικη βάση, σε όλον τον κόσμο, για την εκπαίδευση των αλεξιπτωτιστών.

Εσύ, χρειάστηκε ποτέ να σκοτώσεις;

Ναι. Και εφ’ όσον επέλεξα τη ζωή του επαγγελματία στρατιώτη, είναι κάτι αναμενόμενο. Γιατί απ’ τη στιγμή που κατατάσσεσαι στους πεζοναύτες, είναι σα να μπαίνεις σε μια ομάδα ποδοσφαίρου: προπονείσαι εντατικά και περιμένεις τη στιγμή που επιτέλους θα παίξεις κι εσύ μπάλα. Όταν έρθει αυτή η στιγμή, η ώρα της μάχης, ενθουσιάζεσαι. Αναρωτιέσαι αν η εκπαίδευσή σου, άξιζε τον κόπο. Τη στιγμή που σκοτώνεις κάποιον, την ίδια εκείνη στιγμή, νιώθεις «ανεβασμένος» και την αδρεναλίνη σου να εκρήγνυται. Εγώ, απ’ όταν κατάλαβα ότι οι άνθρωποι που σκοτώνω δεν είναι καν στρατιώτες αλλά απλοί πολίτες, βρέθηκα από το ζενίθ της αδρεναλίνης μου στην απόλυτη θλίψη. Αυτή νομίζω ότι είναι και η «λεπτή κόκκινη γραμμή» ανάμεσα στον επαγγελματία στρατιώτη και το μισθοφόρο. Ή τον ψυχοπαθή... Και πίστεψέ με, στο σώμα των πεζοναυτών έχω συναντήσει πολλούς ψυχοπαθείς.

Ανέφερες ποτέ στους ανώτερούς σου όλες αυτές τις παρατυπίες και τα εγκλήματα που είδες;

Τους μίλησα. Αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Με χαρακτήρισαν αντιρρησία συνείδησης και μου είπαν: «εντάξει λοχία Μάσεϊ, καταλαβαίνουμε ότι καταγγέλλεις παραβάσεις της συνθήκης της Γενεύης αλλά αυτοί οι ισχυρισμοί σου, δεν έχουνε καμία βάση.» Η ιστορία μου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των πεζοναυτών μαζί με το σχόλιο ενός συναδέλφου μου –«αν και η έννοια του πρώην πεζοναύτη δεν υφίσταται, ο Τζίμι Μάσεϊ είναι η εξαίρεση.» Αυτό σήμαινε ότι ήμουν πλέον στη μαύρη λίστα. Δειλός και προδότης.

Όταν επέστρεψες στις Η.Π.Α., φαντάζομαι δεν έτυχες της υποδοχής ενός «ήρωα»…

Για τους αμερικανούς, σε τέτοιες περιπτώσεις «ήρωας» είναι όποιος κρατά το στόμα του κλειστό. Σήμερα συνάντησα στο δρόμο μια παρέα αμερικανών τουριστών- όταν τους είπα ποιος είμαι και γιατί βρίσκομαι εδώ, έδειξαν τουλάχιστον αμήχανοι. Στις Η.Π.Α. ζω με την αναπηρική μου σύνταξη, 2.300$ το μήνα. Θα κέρδιζα πολλά παραπάνω αν δεν αποτασσόμουν, αλλά δεν είμαι κι άσχημα -άλλοι βετεράνοι ζούνε στο δρόμο ή ακόμα, γίνονται και αυτόχειρες. Το τελευταίο διάστημα μόνο, αυτοκτόνησαν δύο άτομα, μέλη του συλλόγου μας. Πολλοί άλλοι, με τα πιστοποιητικά αναπηρίας που τους «χάρισε» ο πόλεμος, δε μπορούν να βρουν δουλειά. Ποιος θέλει να προσλάβει «σακάτηδες» ή «σαλεμένους»;

Σε προσέγγισαν ποτέ άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών; Ή ένιωσες ποτέ να παρακολουθείσαι;

Η CIA επισκέφτηκε τον ψυχίατρο του στρατού που πρωτομίλησα μαζί του -μου το ‘πε αργότερα ο ίδιος… Ένας από τους καλύτερούς μου φίλους στους πεζοναύτες, όταν αποστρατεύθηκε μπήκε στις μυστικές υπηρεσίες. Μάλιστα τότε μου είχε προτείνει, να «μεσολαβήσει» για να δουλέψω κι εγώ εκεί. Ένα χρόνο μετά την αποπομπή μου, κι ενώ είχα χαθεί απ’ τους παλιούς γνωστούς, είχα εγκατασταθεί στη Βόρεια Καρολίνα και είχα αλλάξει μέχρι και το νούμερο του κινητού μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο ίδιος -μιλήσαμε για τα παλιά, κανονίσαμε να συναντηθούμε (κάτι που δεν έγινε ποτέ) και στο τέλος της κουβέντας μας, μου είπε: «πρόσεχε»… Αν μιλήσουμε ποτέ στο τηλέφωνο θα ακούσεις κι εσύ μια περίεργη ηχώ στα πρώτα δευτερόλεπτα και αν μου στείλεις κάποιο mail και δε σου απαντήσω, δοκίμασε πάλι. Ίσως να χάθηκε κάπου…

Σήμερα, σε τι κατάσταση βρίσκεσαι;

Συνεχίζω τη φαρμακευτική αγωγή μου, με αντικαταθλιπτικά για το μετατραυματικό στρες που μου έχουν διαγνώσει. Πριν ένα χρόνο, προσπάθησα να «κόψω» τα φάρμακα και διέκοψα για τρεις μήνες τη θεραπεία -κατέληξα να μη θέλω να βγω απ’ το σπίτι μου. «Τζίμι, μάλλον είναι ώρα να αρχίσεις ξανά…», μου είπε η γυναίκα μου. Ξέρεις, «μετατραυματικό στρες» δε σημαίνει ότι έχεις παραισθήσεις ή φλας μπακ. Όπως εγώ το βιώνω, είναι έντονες σκέψεις και αντανακλαστικοί συνειρμοί. Αν δω μια πεταμένη σακούλα στο δρόμο, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτώ δεν είναι «σκουπίδια», αλλά «άγνωστο αντικείμενο», πιθανότατα βόμβα… Οδηγώ πια, μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Γιατί, αν ακούσω ένα δυνατό θόρυβο, ένα λάστιχο να στριγκλίζει ή μια εξάτμιση να σκάει, το μυαλό μου επιστρέφει στον πόλεμο και το άγχος μου κορυφώνεται.

Μετατράπηκες από «κομάντο» σε ακτιβιστή της ειρήνης. Ποιο είναι το κίνητρο σου;

Όταν κατατάχτηκα στους πεζοναύτες, πούλησα την ψυχή μου. Τώρα, κάθε φορά που μιλάω για όλα αυτά, νιώθω να την κερδίζω πίσω. Σιγά σιγά…



* Όσοι θέλουν να γνωρίσουν τον Τζίμι και να μάθουν την ιστορία του από τον ίδιο, μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο του Kill, kill, kill. Κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Παπαζήση».