του Λουκά Τσουκνίδα
(απ' το monkie #01)
«…Δεν πάω απόψε στη πορεία πασατέμπο
Όχι πορείες μ’ άδεια απ’ τις αρχές…»
«…Μια κούκλα φουσκωτή, μ’ ένα μπικίνι
Και μια εκτόνωση προκάτ, που μου τη δίνει…»
Όχι πορείες μ’ άδεια απ’ τις αρχές…»
«…Μια κούκλα φουσκωτή, μ’ ένα μπικίνι
Και μια εκτόνωση προκάτ, που μου τη δίνει…»
Ορφέας Περίδης, Σικέ
Το ξέρω καλά: κάθε δράση, έχει μια αντίδραση. Ποια είναι όμως η αντίδραση στη μη-δράση; Η μη-αντίδραση έχει έτσι κι αλλιώς δαιμονοποιηθεί. Ταυτισμένη πια με την υποταγή, δε νοείται καν ως επιλογή που μπορεί κανείς να δικαιολογήσει. Η μη-δράση μπερδεύεται συχνά με τη μη-αντίδραση. Τι είναι όλα αυτά τα μη και ποιος νοιάζεται σε τελική ανάλυση; Η ανάγκη για επανάσταση δε υπήρξε ποτέ επιτακτικότερη… Ότι κι αν σημαίνει αυτό.
Υπάρχει μια σκηνή στον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» όπου ο Μίστερ Κίτινγκ, ο «Κάπτεν μάι Κάπτεν» ο ίδιος, προσκαλεί τα παιδιά σε ένα μπαράζ αστείων, ελεύθερων βαδισμάτων. Εκτός ρυθμού, εκτός κανόνων, εκτός των πλαισίων που καθορίζονται από το τι είναι αποδεκτό στους εσωτερικούς αλλά και εξωτερικούς χώρους του αυστηρού ιδιωτικού σχολείου. Οι μαθητές, που έχουν ήδη πάρει το κολάι με τις αναρριχήσεις στα θρανία, αρχίζουν να περπατάνε δεξιά κι αριστερά διασκεδάζοντας μ’ αυτήν την προσωρινή, μικρή επανάσταση απέναντι στην εξουσία του σχολικού περιβάλλοντος. Και ω, Τι ευχάριστη αποκάλυψη, όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν επαναστάτη, ένα μικρό Τσε, έτοιμο να επιδείξει την παραβατικότητα που θα στείλει το μήνυμα στο κατεστημένο: ναι, είμαστε ικανοί να αντιδράσουμε αν προκληθούμε. Γιατί δε με πείθει ποσώς αυτή η μικρή αντιστασιακή πράξη;
Ίσως γιατί ο άνθρωπος που την προκαλεί, όσο κι αν το απεχθάνεται, είναι ο ίδιος εντολοδόχος του κατεστημένου στο οποίο αντιστέκονται οι μαθητές του όταν περπατούν αλλόκοτα. Αν τους το έλεγε ο επιστάτης ή ο κηπουρός, δε θα το έκαναν ποτέ. Θα γελούσαν πιθανότατα με τη θλιβερή προσπάθεια ενός κατώτερου –ταξικά μιλώντας– να τους δελεάσει να παρανομήσουν, με την προοπτική να τιμωρηθούν. Όμως ο δάσκαλος, όντας ο ίδιος ανώτερος –ιεραρχικά– παρέχει την απαραίτητη ψευδαίσθηση νομιμότητας που απελευθερώνει τους νεαρούς από τις αναστολές τους. Η ευθύνη έχει φύγει από το κεφαλάκι τους και μπορούν να τρεκλίσουν με την ψυχή τους. Ευχαριστούμε πολύ «Κάπτεν» ή σε ακριβή μετάφραση, «Λοχαγέ».
Ο Μίστερ Κίτινγκ βέβαια, έχει τις καλύτερες των προθέσεων. Δε φταίει αν είναι ο προοδευτικός, ρηξικέλευθος καθηγητής –το λέω αυτό όσο πιο ειρωνικά γίνεται αφού την αγάπη του κοινού την έχει σίγουρη- που όλοι συμπαθούμε αλλά δε θα στηρίζαμε ποτέ σε ένα δικαστήριο. Γι’ αυτό, στο τέλος πληρώνει τη νύφη κι ας τον γεμίζει ελπίδα η, κάπως καθυστερημένη, δήλωση πίστης των μαθητών του. Τι να έκαναν άλλωστε; Δεν είναι παρά στρατιώτες που περιμένουν τη σειρά τους ν’ απολυθούν. Οι λοχαγοί έρχονται και παρέρχονται, η «ροζαλία» όμως μόνο μια φορά και δε λέει ν’ αργήσουμε στο ραντεβού. Ο δάσκαλος έτσι κι αλλιώς, είναι μέρος του συστήματος. Ε, δε θα χαθεί κιόλας.
Υπάρχει όμως ένας μαθητής που αντί ν’ αμφισβητήσει το κατεστημένο, αμφισβητεί τον αμφισβητία. Ο Τσάρλι Ντάλτον δεν περπατάει καθόλου εκείνο το πρωινό στην αυλή, παρά την ενθουσιώδη προτροπή του καθηγητή του. Όταν εκείνος τον ρωτάει αν θ’ ακολουθήσει την παρέα, ο νεαρός απαντάει με μισό χαμόγελο: «Εξασκώ το δικαίωμά μου να μην περπατήσω» (στο 8:37 του διπλανού βίντεο). Ο Κίτινγκ μένει αμήχανος για λίγο και ευχαριστώντας το μαθητή δηλώνει με στόμφο: «Μόλις τονίσατε την ουσία κύριε Ντάλτον. Να πηγαίνει κανείς κόντρα στο ρεύμα.»
Πως, εκείνοι που πριν από λίγο πήγαιναν κόντρα στο ρεύμα, έγιναν το ίδιο το ρεύμα μόλις κάποιος τους πήγε κόντρα; Κι αν πήγε κόντρα σε αυτούς, πως γίνεται να μην είναι εκείνος το ρεύμα που οι συμμαθητές του προσπάθησαν να αψηφήσουν; Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Ω, Κάπτεν μάι Κάπτεν, δεν καταλαβαίνω τίποτε. Θα περάσω την τάξη;
Ο Τσάρλι φυσικά, έδειξε πολύ περισσότερα από αυτό που του είπε ο Κίτινγκ, το πιο αβανταδόρικο, το πιο κοινότοπο μήνυμα που έχει αποδοθεί στην τέχνη, τόσες φορές μάλιστα, που έχει χάσει το νόημά του. Έδειξε πως όταν αυτοί που πάνε κόντρα στο ρεύμα γίνονται όλο και περισσότεροι δεν είναι τίποτε παραπάνω από το νέο ρεύμα. Έτσι, η φράση που ως στομφώδες μήνυμα ξεστομίζει ο χαρισματικός καθηγητής δεν είναι τίποτε άλλο από μια αυτοαναιρούμενη αοριστία. Ο δάσκαλος βρήκε το δάσκαλό του από έναν στοιχειωδώς έξυπνο μαθητή αλλά και έναν γνήσιο –θα έλεγα επαναστάτη αν η λέξη δεν είχε συρθεί στους δρόμους και ξεσκιστεί από τη σύγχρονη βιομηχανία της επικοινωνίας– αμφισβητία. Ο Τσάρλι, δεν έχει κανένα πρόβλημα να απορρίψει την προστασία του καθηγητή του και να προτιμήσει την καθαρή σχέση του με τους κανόνες που έτσι κι αλλιώς απεχθάνεται. Κάτι που θεωρεί ξεκάθαρο και γι’ αυτό δεν προσπαθεί να το αποδείξει σε κανέναν. Ούτε καν στον προστάτη της ελεύθερης έκφρασης της τάξης, τον προοδευτικό Μίστερ Κίτινγκ.
Το αποτέλεσμα; Οι μικροί παρτιζάνοι του Κάπτεν Κίτινγκ σκορπίζουν μπροστά στην ώρα της κρίσης. Ο ένας τον «δίνει στεγνά», ο άλλος αποφεύγει τη μάχη, τη σύγκρουση με τον πατέρα κι αυτοκτονεί, οι υπόλοιποι στέκουν αμήχανοι μπροστά στο φόβο ότι θα αποβληθούν, θα χάσουν κάτι σημαντικό που ούτε εκείνοι ξέρουν στα σίγουρα τι είναι. Υποκλίνονται μπροστά στην επίδειξη δύναμης του συστήματος κι ο δάσκαλος μένει μόνος.
Ο Τσάρλι Ντάλτον αντίθετα μένει συνεπής σε ότι έδειξε -είτε αυτό είναι εγωκεντρισμός είτε αντιδραστικό πνεύμα. Δέρνει το συμμαθητή του που πρόδωσε τον Κίτινγκ και αποβάλλεται απ’ το σχολείο. Δεν αναλαμβάνει απλά την ευθύνη. Γνωρίζοντας ότι ως πλούσιος πελάτης του ιδρύματος και απλός ανήλικος δε θα σταθεί ποτέ στο εδώλιο δίπλα στο δάσκαλο, κάνει κάτι αξιόποινο και κερδίζει αυτή τη θέση με το σπαθί του φτύνοντας κατάμουτρα, στην πρώτη σοβαρή του ευκαιρία, όσα οι άλλοι αψηφήσανε περπατώντας… αλλό-κότα.
Με την πράξη του αυτή γύρισε κι έδωσε στο δάσκαλο την απάντηση που του χρωστούσε από εκείνο τον μικρό τους διάλογο στο προαύλιο: «Όχι κύριε Κίτινγκ. Η ουσία είναι να ξέρει κανείς γιατί πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα και πότε αξίζει να το κάνει.»
Α, ναι… και να το κάνει χωρίς την άδεια του ρεύματος.
(photos via www.peterweircave.com & faculty.frostburg.edu)